Kαι μια μέρα, κι ενώ οι περισσότεροι άρχισαν πια να χάνουν την ελπίδα τους γι' αυτόν και οι συγγενείς του να οδύρονται, ανέβηκε πάνω το πρωί πολύ χαρούμενος. Προσκύνησε το θεό και, μόλις ξέφυγε από τον όχλο, μας διηγούνταν πολλά πράγματα εκπληκτικά και νά τα δεις και να τα ακούσεις. Μας είπε, λοιπόν, πως όταν κατέβηκε στο μαντείο συνάντησε στην αρχή βαθύ σκοτάδι. Κατόπιν, αφού προσευχήθηκε, έμεινε ξαπλωμένος για πολύ ώρα, δίχως να καταλαβαίνει με απόλυτη ενάργεια αν ήταν σε εγρήγορση ή αν ονειρευόταν. Πλην, όμως, του φάνηκε ότι δέχτηκε ένα χτύπημα στο κεφάλι με συνοδεία κρότου και ότι οι ραφές του κρανίου χωρίστηκαν και άφησαν να φύγει η ψυχή.
Όταν σήκωσε το βλέμμα του δεν είδε πουθενά τη γη, αλλά νησιά που έλαμπαν με απαλή φωτιά και αντάλλασσαν μετάξύ τους κάθε φορά και άλλο χρώμα, σαν βαφή, ενώ ταυτόχρονα το φως ποίκιλλε ανάλογα με τις μεταβολές τους.
Του φαίνονταν αναρίθμητα στο πλήθος και υπερφυσικά στο μέγεθος. Δεν ήταν όλα ισομεγέθη μεταξύ τους, όλα ήταν εξίσου στρογγυλά. Θεώρησε, μάλιστα, πως ήταν εξαιτίας της δικής τους κυκλικής περιφοράς που ο αιθέρας σφύριζε ελαφρά και γλυκά. Γιατί ήταν σύμφωνη με την ομαλότητα της κίνησης τους η γλυκύτητα της φωνής εκείνης, η οποία προερχόταν από τη συναρμογή όλων των κινήσεων. Δια μέσου αυτών των νησιών απλωνόταν μια θάλασσα η λίμνη, η οποία έλαμπε από τα χρώματα που ανακατεύονταν περνώντας μέσα από το γλαυκό της χρώμα. Λίγα απ' αυτά τα νησιά περνούσαν πλέοντας από ένα πέρασμα και διακομίζονταν πέρα από το ρεύμα , πολλά άλλα όμως παρασύρονταν στην κίνηση τους, ενώ και η ίδια η θάλασσα γλιστρούσε από κάτω σε ομαλή και ήρεμη κυκλική κίνηση. Σε άλλα σημεία της θάλασσας υπήρχε πολύ βάθος, προπάντων κατά το νότο, και σε άλλα σημεία υπήρχαν αραιά τενάγη και μικρά. Σε πολλά μέρη η θάλασσα ξεχείλιζε λίγο και πάλι αποσυρόταν, χωρίς να απλώνεται πολύ. Το χρώμα της ήταν άλλοτε καθαρό και πελαγίσιο, κι άλλοτε όχι καθαρό αλλά συγκεχυμένο και λιμνώδες. Μόλις τα,νησιά κατόρθωναν να σκαρφαλώσουν στο κυμα , αμέσως επέστρεφαν πισω, οχι ομως με τέτοιο τρόπο, ώστε το τέλος της κίνησης τους να είναι στο ίδιο σημείο με την αρχή της, ούτε έτσι ώστε να σχηματίζουν κύκλο, αλλά κάθε επιστροφή τους διέφερε ελαφρά από την προηγούμενη, με αποτέλεσμα να διαγράφουν έτσι νώχέλικα με την περιστροφή. Η θάλασσα που περιείχε τα νησιά αυτά είχε μια κλίση λίγο μικρότερη από οχτώ μερη του παντός, οπως φάνηκε στον Τιμαρχο, κυρίως προς το μεσαίο και μεγαλύτερο τμήμα της ζώνης που την
περιέβαλλε.
Και η θάλασσα αυτή είχε δύο στόμια που δέχονταν μέσα τους την εισροή δύο ποταμών φωτιάς αντίθετων ο ένας στον άλλο, με αποτέλεσμα η θάλασσα, οπισθοχωρώντας σε μια πολύ μεγάλη έκταση, να κοχλάζει και να ασπρίζει το γλαυκό της χρώμα
Αυτά, λοιπόν, έβλεπε και ευφραινόταν με το θέαμα. Όταν, όμως, κοίταξε προς τα κάτω, του φανερώθηκε χάσμα μέγα και στρογγυλό σαν σφαίρα που κόπηκε στη μέση, τρομερά φοβερό και βαθύ, γεμάτο με σκοτάδι πολύ που δεν έμενε ήρεμο, αλλά αναταρασσόταν και πολλές φορές φούσκωνε. Απ' την κατεύθυνση του ακούγονταν αναρίθμητα ουρλιαχτά και στεναγμοί ζώων, κλαυθμοί αναρίθμητων βρεφών και οδυρμοί ανάμικτοι ανδρών και γυναικών, κάθε είδους άναρθροι ήχοι και θόρυβοι που ανέβαιναν αμυδροί μακριά απ' τα βάθη και οι οποίοι πολύ τον κατατρόμαξαν.
Αφού πέρασε ένα χρονικό διάστημα, είπε κάποιος προς αυτόν αθέατος: «Τίμαρχε, τι ποθείς να μάθεις;» Κι αυτός απάντησε: «Τα πάντα! Γιατί τι απ' όλα αυτά δεν είναι αξιοθαύμαστο;» «Όμως εμείς», είπε η φωνή, «μικρή σχέση έχουμε με τον κόσμο εκεί πάνω. Γιατί αυτός ανήκει στη δικαιοδοσία άλλων θεών. Την επικράτεια όμως της Περσεφόνης, την οποία εμείς διευθύνουμε, και η οποία αποτελεί το ένα τέταρτο του σύμπαντος, όπως ορίζεται απ' τη Στύγα, αν το επιθυμείς είναι δυνατόν να την εξετάσεις». Κι όταν ο Τίμαρχος ρώτησε «ποια είναι n Στύγα:», η φωνή απάντησε: «Οδός για τον Άδη που περνά από
πέναντί σου και με την κορυφή της χωρίζει το φως (απ' το σκοτάδι). Γιατί, καθώς βλέπεις, ανεβαίνει από κάτω, από τον Άδη, προς τα πάνω και, στα σημεία όπου στριφογυρνώντας ακουμπά το φως, ορίζει την έσχατη περιοχή του σύμπαντος.
Τέσσερις είναι οι αρχές των πάντων: η πρώτη της ζωής, η δεύτερη της κίνησης, η τρίτη της γέννησης και η τελευταία της φθοράς . Την πρώτη με τη δεύτερη αρχή τις συνδέει η Μονάδα στο αόρατο. Τη δεύτερη με την τρίτη ο Νους στον Ήλιο. Την τρίτη με την τέταρτη η Φύση στη Σελήνη . Σε κάθε μια από τις συνδέσεις αυτές κάθεται κλειδούχος μια Μοίρα, θυγατέρα της Ανάγκης. Στην πρώτη σύνδεση η Άτροπος, στη δεύτερη η Κλωθώ και στη σύνδεση που βρίσκεται στην περιοχή της Σελήνης η Λάχεση, όπου βρίσκεται και η καμπή της γέννησης. Γιατί τα άλλα νησιά έγουν θεούς Η Σελήνη, όμως, είναι το βασίλειο των γήινων δαιμόνων και ξεφεύγει από τη Στύγα, γιατί περνά λίγο ψηλότερα της. Συλλαμβάνεται, εντούτοις, μία φορά στα εκατόν εβδομήντα επτά δεύτερα μέτρα.'Οταν η Στύγα ορμά πάνω της, οι ψυχές βοούν φοβισμένες. Γιατί ο Άδης αρπάζει πολλές απ' αυτές, καθώς γλιστρούν προς τα κάτω. Άλλες, πάλι, τις ξαναπαίρνει πίσω η Σελήνη, καθώς κολυμπούν από κάτω προς το μέρος της. Είναι εκείνες που το τέλος του κύκλου των γεννήσεων τους ήρθε πάνω στην κατάλληλη στιγμη.)Εξαΐρούνται οι μιαρές και ακάθαρτες: αυτές η Σελήνη, αστράφτοντας και μουγκρίζοντας φοβερά, δεν τις αφήνει να την πλησιάσουν.
Kι εκείνες θρηνώντας τη μοίρα τους γλιστρούν και παρασύρονται πάλι κάτω για μια άλλη γέννηση.
Κι ο Τίμαρχος είπε: « Όμως δε βλέπω τίποτε άλλο εκτός από πολλά άστρα να πάλλονται γύρω απ' το χάσμα, άλλα να βυθίζονται σ' αυτό και άλλα ν' αναπηδούν πάλι από κάτω προς τα πάνω». «Επομένως, χωρίς να το ξέρεις βλέπεις τους ίδιους τους δαίμονες» είπε η φωνή. Γιατί το πράγμα έχει ως εξής: κάθε ψυχη διαθέτει νου και δεν υπάρχει ψυχή δίχως λογική και νου. Το κομμάτι της, όμως, που τυχόν θα αναμιχθεί με τη σάρκα και τα πάθη αλλοιώνεται και γίνεται, ακολουθώντας τις ηδονές και τους πόνους, μη λογικό.Δεν αναμιγνύονται, όμως, όλες οι ψυχές με τον ίδιο τρόπο: άλλες βυθίζονται ολόκληρες μέσα στο σώμα και εξ ολοκλήρου διαταραγμένες άγονται απολύτως στη ζωή τους από τα πάθη. Άλλες, πάλι, εν μέρει αναμιγνύονται, εν μέρει όμως αφήνουν έξω απ' τη σάρκα το καθαρότερο τμήμα τους δίχως να απορροφάται. Εκείνο το τμήμα μοιάζει σαν σημαδούρα προσαρτημένη στην κορυφή, η οποία επιπλέει στην επιφάνεια ακουμπώντας στο κεφάλι του ανθρώπου, ενώ εκείνος μοιάζει σαν βουλιαγμένος στο βυθό. Και κρατώντας ορθή την ψυχή τη βαστά για όσο καιρό εκείνη το υπακούει και δεν κυριαρχείται από τα πάθη. Το τμήμα, λοιπόν, που μένει βυθισμένο στο σώμα λέγεται ψυχή. Το τμήμα που δεν υπόκειται σε φθορά οι πολλοί το αποκαλούν νου και νομίζουν ότι βρίσκεται εντός τους, όπως νομίζουν οτι είναι μέσα στους καθρέφτες τα είδωλα της αντανάκλασης. Όσοι, όμως, έχουν ορθή αντίληψη το αποκαλούν δαίμονα που βρίσκεται εκτός τους. Για τα άστρα που φαίνονται να σβήνουν, Τίμαρχε, να θεωρείς ότι βλέπεις τις ψυχές που βυθίζονται εξ ολοκλήρου στο σώμα. Εκείνα, όμως, που φαίνονται να ανάβουν και πάλι και να ξαναεμφανίζονται από κάτω, αποτινάζοντας σαν λάσπη κάποιο είδος ομίχλης και ζόφου , να θεωρείς ότι είναι οι ψυχές που πλέουν πάλι προς τα πάνω έχοντας βγει απ' το σώμα μετά το θάνατο. Τα άστρα, πάλι, που κινούνται ψηλά είναι οι δαίμονες των ανθρώπων που λέμε ότι «έχουν νου». Προσπάθησε να παρατηρήσεις καθενός το σύνδεσμο, με ποιο τρόπο συνάπτεται με την ψυχή>>
Αφού άκουσε αυτα ο Τίμαρχος, άρχισε να προσέχει με μεγαλύτερη ακρίβεια και να παρατηρεί τα άστρα, απ' τα οποία άλλα σάλευαν περισσότερο και άλλα λιγότερο, όπως ακριβώς βλέπουμε να σαλεύουν στην επιφάνεια οι φελλοί που σημαδεύουν τα δίχτυα στη θάλασσα. Ορισμένα εκτελούσαν μια ταραγμένη και ανώμαλη ελικοειδή πορεία σαν αδράχτι την ώρα του γνεσίματος, καθώς δεν μπορούσαν να καταστήσουν ευθεία την κίνηση τους. Η φωνή του είπε ότι τα άστρα που είχαν μια τακτοποιημένη και ευθεία κίνηση διέθεταν ψυχές ευπειθείς, εξαιτίας της κόσμιας ανατροφής και εκπαίδευσης τους, ψυχές που δεν παρουσίαζαν πολύ σκληρό και άγριο το μη λογικό τους τμήμα. Τα άστρα, όμως, που εκτρέπονταν ανώμαλα και ταραγμένα πάνω κάτω πολλές φορές, σαν να αγωνιούσαν από κάποια δεσμά, πάλευαν με απείθαρχα και ανάγωγα ήθη, και πότε κυριαρχούσαν και τραβούσαν προς τα δεξιά, πότε όμως λύγιζαν από τα πάθη και συμπαρασύρονταν από τα αμαρτήματα τους, για να τους αντισταθούν και πάλι και να τα καταπιέσουν. Γιατί ο σύνδεσμος είναι ριγμένος σαν χαλινάρι μέσα στο μη λογικό τμήμα της φυχής και, όταν ο δαίμονας το τραβήξει προς τα πίσω, φέρνει τη λεγόμενη μεταμέλεια για τις αμαρτίες και ντροπή για τις ηδονές που είναι παράνομες και αχαλίνωτες. Αυτή τώρα η ντροπή είναι πόνος και πλήγμα για την ψυχή που χαλιναγωγείται από τον κυρίαρχο και κυβερνήτη νου, έως ότου, τιμωρούμενη μ' αυτόν τον τρόπο, γίνει πειθήνια και φιλική σαν πράο ζώο, νιώθοντας γοργά, δίχως χτυπήματα και πόνους αλλά με σύμβολα και σημεία, το δαίμονα. «Αυτές, λοιπόν, οι ψυχές», είπε η φωνή, «οδηγούνται και στερεώνονται στην ορθή συμπεριφορά κάπως αργά και βραδέως. Από εκείνες, όμως τις ψυχές που είναι ευπειθείς και υπακούουν ευθύς εξ αρχής και από τη γένεση τους στον οικείο δαίμονα προέρχεται το γένος των μάντεων και των θεόπνευστων ανθρώπων. Μια απ' αυτές ήταν και η ψυχή του Ερμότιμου του Κλαζομενίου, για την οποία έχεις βέβαια ακούσει ότι αφήνοντας ολοκληρωτικά το σώμα και κατά τη νύχτα και κατά τη μέρα περιπλανιόταν σε μεγάλη έκταση, για να επιστρέψει και πάλι πίσω, έχοντας τύχει και παραβρεθεί σε πολλές συνομιλίες και πράξεις που έγιναν σε μακρινά μέρη. Μέχρις ότου τον πρόδωσε η γυναίκα του και οι εχθροί του βρήκαν το σώμα του άδειο απ' την ψυχή και το έκαφαν στο σπίτι του. Γιατί η ψυχή του δεν έβγαινε από το σώμα του, αλλά υποχωρώντας πάντοτε στο δαίμονα και χαλαρώνοντας για χάρη του το σύνδεσμο, του επέτρεπε να περιπλανιέται και να περιφέρεται, με αποτέλεσμα να τον πληροφορεί εσωτερικά για πολλά απ' αυτά που είδε και άκουσε έξω. Εκείνοι, πάλι, που αφάνισαν το σώμα του την ώρα που κοιμόταν ακόμη και μέχρι τώρα πληρώνουν την ποινή τους στον Τάρταρο. Αυτά θα τα μάθεις, νεαρέ μου, σαφέστερα», είπε η φωνή, «σε τρεις μήνες. Τώρα, όμως, φύγε».
Ο Τίμαρχος είπε ότι όταν έπαψε η φωνή θέλησε να στρίψει και να δει ποιος ήταν αυτός που του μιλούσε. Ένιωσε, όμως, και πάλι σφοδρό πόνο στο κεφάλι του, σαν να συμπιεζόταν αυτό βίαια, και δεν είχε πια αντίληψη ούτε αίσθηση για το τι του συνέβαινε. Έπειτα, όμως, από λίγο συνήλθε και είδε τον εαυτό του να κείτεται στο μαντείο του Τροφώνιου, πλάι στην είσοδο, όπου και ξάπλωσε.
Αυτός ήταν, λοιπόν, ο μύθος του Τιμάρχου. Όταν ήρθε στην Αθήνα και πέθανε τον τρίτο μήνα όπως προείπε η φωνή,ενημερώσαμε έκπληκτοι το Σωκράτη για την ιστορία και ο Σωκράτης μιας μέμφθηκε που δεν του την αφηγηθήκαμε όσο ζούσε ακόμη ο Τίμαρχος. Γιατί ευχαρίστως θα την μάθαινε από εκείνον τον ίδιο και θα τον ανέκρινε με μεγαλύτερη ακρίβεια. Έχεις, λοιπόν, στη διάθεση σου, Θεόκριτε, μαζί με τη λογική και το μύθο. Κοίτα, ό
μως, μήπως πρέπει να προσκαλέσουμε και τον ξένο στην ερευνά μας. Γιατί πρόκειται για ένα θέμα πολύ κατάλληλο και ταιριαστό σε θείους άνδρες ».
«Για ποιο λόγο», είπε ο ξένος, «δεν προσθέτει τη γνώμη του και ο Επαμεινώνδας, αφού στηρίζεται στα ίδια με μένα δόγματα;»
Και ο πατέρας μας μειδίασε και είπε: «Τέτοιος είναι ο χαρακτήρας του, ξένε, σιωπηλός και επιφυλακτικός στα λόγια , άπληστος όμως για μάθηση και ακούσματα. Γι' αυτό και ο Σπίνθαρος ο Ταραντίνος, ο οποίος συναναστράφηκε εδώ μαζί του για πολύ καιρό, επαναλαμβάνει συνέχεια πως δεν έχει συναντήσει κανέναν άλλο άνθρωπο στη γενιά του που να γνωρίζει περισσότερα και να μιλά λιγότερο. Εσύ, λοιπόν, ο ίδιος να μας εκθέσεις τις απόψεις σου για όσα ειπώθηκαν».
«Εγώ, λοιπόν»,είπε ο Θεάνωρ, «το λόγο του Τιμάρχου λέω πως πρέπει να τον αφιερώσουμε στο θεό ως ιερό και απαραβίαστο. Θα μείνω, όμως, έκπληκτος αν δείξουν μερικοί δυσπιστία στα λεγόμενα του Σιμμία και ενώ αποκαλούν τους κύκνους, τα φίδια, τα σκυλιά και τα άλογα ιερά, δεν πιστεύουν ότι υπάρχουν θείοι και θεοφιλείς άνθρωποι, τη στιγμή που παραδέχονται μάλιστα ότι ο θεός δεν είναι φίλος των πουλιών αλλά των ανθρώπων. Όπως ακριβώς, λοιπόν, ένας άνθρωπος που αγαπά τα άλογα δε φροντίζει εξίσου για όλα τα μέλη αυτού του είδους, αλλά ξεχωρίζοντας και απομονώνοντας πάντα το καλύτερο, το εξασκεί και το τρέφει ιδιαίτερα και το αγαπά ξεχωριστά, έτσι και τα όντα που είναι ανώτερα μας σημαδεύοντας τους καλύτερους από μας, σαν να τους ξεδιαλέγουν από μια αγέλη, τους θεωρούν άξιους μιας ιδιαίτερης και ξεχωριστης παιδαγωγίας και τους κατευθύνουν όχι με χαλινάρια και μαστίγια αλλά με τη λογική μέσω συμβολών. Από αυτά τα σύμβολα οι πολλοί και αγελαίοι έχουν παντελή άγνοια. Ούτε, άλλωστε, και τα περισσότερα σκυλιά κατανοούν τα κυνηγετικά σημάδια, ούτε και τα άλογα τα ιππικά σημάδια. Οσα, όμως, τα έχουνε μάθει, ευθύς αντιλαμβάνονται τις διαταγές από ένα τυχαίο σύριγμα ή σφύριγμα και εύκολα κάνουν αυτά που πρέπει. Φαίνεται, μάλιστα, πως και ο Όμηρος γνώριζε τη διαφορά για την οποία μιλάμε . Γιατί με όσα λέει άλλους μάντεις τους αποκαλεί οιωνοσκόπους και ιερείς, για άλλους, όμως, νομίζει ότι αποκαλύπτουν το μέλλον, επειδή κατανοούν τις ίδιες τις συνομιλίες των θεών και μοιράζονται τις σκέψεις τους:
Κι ο 'Ελενος, του Πριάμου ο γιος, μες την ψυχή του ένιωσε
την απόφαση που οι θεοί στη συσκεψή τους πήραν και
Γιατί εγώ των αιωνίων θεών άκουσα τέτοιο λόγο.
Γιατί όπως ακριβώς τη σκέψη των βασιλιάδων και των στρατηγών οι εκτός την αντιλαμβάνονται και τη γνωρίζουν με πυρσούς, κηρύγματα και σάλπιγγες, ενώ στους έμπιστους και φίλους τους την αποκαλύπτουν οι ίδιοι, έτσι και το θείο συνομιλεί απ' ευθείας με λίγους και σπάνια, ενώ στους πολλούς δίνει σημάδια, απ' τα οποία προκύπτει η λεγόμενη μαντική τέχνη. Γιατί οι θεοί κατευθύνουν τη ζωή λίγων ανθρώπων, εκείνων δηλαδή που τυχόν θα αποφασίσουν να τους καταστήσουν άκρως μακάριους και αληθώς θειους.Ενώ οι ψυχές οι απαλλαγμένες απ' τη γένεση και ξένοιαστες στο εξής από το σώμα, σαν να έχουν αφεθεί παντελώς ελεύθερες, είναι οι δαίμονες που επιβλέπουν τους ανθρώπους κατά τον Ησίοδο. Γιατί όπως τους αθλητές, οι οποίοι εξαιτίας των γηρατειών σταμάτησαν να γυμνάζονται, δεν τους εγκαταλείπει εντελώς η αγάπη για τις τιμές και τα σώματα, αλλά βλέποντας άλλους να ασκούνται τέρπονται και δίνουν προτροπές και τρέχουν μαζί τους στο πλάι, έτσι κι εκείνοι που έχουν σχολάσει απ' τους αγώνες για τη ζωή και εξαιτίας της αρετής της ψυχής τους έγιναν δαίμονες δεν περιφρονούν παντελώς τα εδώ πράγματα, λόγους και ασχολίες, αλλά όντας ευμενείς προς εκείνους οι οποίοι γυμνάζονται για τον ίδιο μ' αυτούς σκοπό μοιράζονται μαζί τους τη φιλοτιμία τους, τους προτρέπουν προς την αρετή και εξορμούν μαζί τους, όταν τους βλέπουν πως με τον αγώνα είναι πια κοντά στην προσδοκία τους και την αγγίζουν. Γιατί το δαιμόνιο δε βοηθά όποιους να 'ναι στην τύχη. Αλλά συμβαίνει ό,τι και στην περίπτωση εκείνων που κολυμπούνε στη θάλασσα: αυτούς, δηλαδή, που βρίσκονται ακόμη στο πέλαγος και μακριά από τη στεριά οι θεατές στη στεριά τους παρακολουθούνε μόνο σιωπηλά.
Τρέχουν, όμως, στο πλάι εκείνων που βρίσκονται πια κοντά στη στεριά και, μπαίνοντας στη θάλασσα και βοηθώντας τους με τα χέρια συνάμα και τη φωνή τους, τους διασώζουν. Αυτός, φίλοι μου, είναι και ο τρόπος που ενεργεί το δαιμόνιο. Όσο, δηλαδή, είμαστε βυθισμένοι στα εγκόσμια και αλλάζουμε πολλά σώματα σαν οχήματα, μας αφήνει να αγωνιζόμαστε μόνοι μας και να επιμένουμε, προσπαθώντας να σωθούμε με τη βοήθεια της δικής μας αρετής και να πιάσουμε λιμάνι. Την ψυχή, όμως, που έχοντας καλά και πρόθυμα κοπιάσει σε αγώνες μακράς διάρκειας μέσα,από αναρίθμητες γεννήσεις και, ενώ ο κύκλος της , πλησιάζει στο τέλος του αψηφώντας τον κίνδυνο και δείχνοντας φιλοτιμία για την έκβαση του αγώνα της, ανεβαίνει προς τις ανώτερες υπάρξεις με πολύ ιδρώτα, αυτήν την ψυχή ο θεός δε θεωρεί απρεπές να τη βοηθήσει ο οικείος της δαίμονας, αλλά αφήνει όποιον δείχνει προθυμία να βοηθήσει. Και κάθε δαίμονας προθυμοποιείται να διασώσει και άλλη ψυχή με τις προτροπές του. Kι εκείνη, επειδή είναι κοντά, τον ακούει και σώζεται. Αν, όμως, δεν υπακούσει, την εγκαταλείπει ο δαίμονας και δεν έχει ευτυχισμένο τέλος».
astrikh probolh
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου