Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

ΕΡΕΥΝΑ...Η ΕΞΟΚΟΣΜΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΤΙΜΑΡΧΟΥ ΣΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΤΡΟΦΩΝΙΟΥ ΑΝΔΡΟΥ....ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ "ΠΕΡΙ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΔΑΙΜΟΝΙΟ"



Kαι μια μέρα, κι ενώ οι περισσό­τεροι άρχισαν πια να χάνουν την ελπίδα τους γι' αυτόν και οι συγγενείς του να οδύρονται, ανέβηκε πάνω το πρωί πο­λύ χαρούμενος. Προσκύνησε το θεό και, μόλις ξέφυγε από τον όχλο, μας διηγούνταν πολλά πράγματα εκπληκτικά και νά τα δεις και να τα ακούσεις. Μας είπε, λοιπόν, πως όταν κατέβηκε στο μαντείο συνάντησε στην αρχή βαθύ σκοτάδι. Κατόπιν, αφού προ­σευχήθηκε, έμεινε ξαπλωμένος για πολύ ώρα, δίχως να καταλαβαίνει με απόλυτη ενάργεια αν ήταν σε εγρήγορση ή αν ονειρευόταν. Πλην, όμως, του φάνηκε ότι δέχτηκε έ­να χτύπημα στο κεφάλι με συνοδεία κρότου και ότι οι ραφές του κρανίου χωρίστηκαν και άφησαν να φύγει η ψυχή.
Όταν σήκωσε το βλέμμα του δεν είδε πουθενά τη γη, αλλά νησιά που έλαμπαν με απαλή φωτιά και αντάλλασ­σαν μετάξύ τους κάθε φορά και άλλο χρώμα, σαν βαφή, ε­νώ ταυτόχρονα το φως ποίκιλλε ανάλογα με τις μεταβο­λές τους.
Του φαίνονταν αναρίθμητα στο πλήθος και υπερ­φυσικά στο μέγεθος. Δεν ήταν όλα ισομεγέθη μεταξύ τους, όλα ήταν εξίσου στρογγυλά. Θεώρησε, μάλιστα, πως ήταν εξαιτίας της δικής τους κυκλικής περιφοράς που ο αιθέρας σφύριζε ελαφρά και γλυκά. Γιατί ήταν σύμφωνη με την ομαλότητα της κίνησης τους η γλυκύτητα της φωνής εκείνης, η οποία προερχόταν από τη συναρμογή όλων των κινήσεων. Δια μέσου αυτών των νησιών απλωνόταν μια θάλασσα η λίμνη, η οποία έλαμπε από τα χρώματα που ανακατεύονταν περνώντας μέσα από το γλαυκό της χρώ­μα. Λίγα απ' αυτά τα νησιά περνούσαν πλέοντας από ένα πέρασμα και διακομίζονταν πέρα από το ρεύμα , πολλά άλλα όμως παρασύρονταν στην κίνηση τους, ενώ και η ί­δια η θάλασσα γλιστρούσε από κάτω σε ομαλή και ήρεμη κυκλική κίνηση. Σε άλλα σημεία της θάλασσας υπήρχε πο­λύ βάθος, προπάντων κατά το νότο, και σε άλλα σημεία υ­πήρχαν αραιά τενάγη και μικρά. Σε πολλά μέρη η θά­λασσα ξεχείλιζε λίγο και πάλι αποσυρόταν, χωρίς να α­πλώνεται πολύ. Το χρώμα της ήταν άλλοτε καθαρό και πελαγίσιο, κι άλλοτε όχι καθαρό αλλά συγκεχυμένο και λιμνώδες. Μόλις τα,νησιά κατόρθωναν να σκαρφαλώσουν στο κυμα , αμέσως επέστρεφαν πισω, οχι ομως με τέτοιο τρόπο, ώστε το τέλος της κίνησης τους να είναι στο ίδιο σημείο με την αρχή της, ούτε έτσι ώστε να σχηματί­ζουν κύκλο, αλλά κάθε επιστροφή τους διέφερε ελαφρά α­πό την προηγούμενη, με αποτέλεσμα να διαγράφουν έτσι νώχέλικα με την περιστροφή. Η θάλασσα που περιείχε τα νησιά αυτά είχε μια κλίση λίγο μικρότερη από οχτώ μερη του παντός, οπως φάνηκε στον Τιμαρχο, κυρίως προς το μεσαίο και μεγαλύτερο τμήμα της ζώνης που την
περιέβαλλε.

Και η θάλασσα αυτή είχε δύο στόμια που δέ­χονταν μέσα τους την εισροή δύο ποταμών φωτιάς αντίθε­των ο ένας στον άλλο, με αποτέλεσμα η θάλασσα, οπισθο­χωρώντας σε μια πολύ μεγάλη έκταση, να κοχλάζει και να ασπρίζει το γλαυκό της χρώμα
Αυτά, λοιπόν, έβλεπε και ευφραινόταν με το θέαμα. Ό­ταν, όμως, κοίταξε προς τα κάτω, του φανερώθηκε χάσμα μέγα και στρογγυλό σαν σφαίρα που κόπηκε στη μέση, τρομερά φοβερό και βαθύ, γεμάτο με σκοτάδι πολύ που δεν έμενε ήρεμο, αλλά αναταρασσόταν και πολλές φορές φού­σκωνε. Απ' την κατεύθυνση του ακούγονταν αναρίθμητα ουρλιαχτά και στεναγμοί ζώων, κλαυθμοί αναρίθμητων βρεφών και οδυρμοί ανάμικτοι ανδρών και γυναικών, κά­θε είδους άναρθροι ήχοι και θόρυβοι που ανέβαιναν αμυ­δροί μακριά απ' τα βάθη και οι οποίοι πολύ τον κατατρό­μαξαν.
Αφού πέρασε ένα χρονικό διάστημα, είπε κάποιος προς αυτόν αθέατος: «Τίμαρχε, τι ποθείς να μάθεις;» Κι αυ­τός απάντησε: «Τα πάντα! Γιατί τι απ' όλα αυτά δεν εί­ναι αξιοθαύμαστο;» «Όμως εμείς», είπε η φωνή, «μικρή σχέση έχουμε με τον κόσμο εκεί πάνω. Γιατί αυτός ανήκει στη δικαιοδοσία άλλων θεών. Την επικράτεια όμως της Περσεφόνης, την οποία εμείς διευθύνουμε, και η οποία α­ποτελεί το ένα τέταρτο του σύμπαντος, όπως ορίζεται απ' τη Στύγα, αν το επιθυμείς είναι δυνατόν να την εξετά­σεις». Κι όταν ο Τίμαρχος ρώτησε «ποια είναι n Στύγα:», η φωνή απάντησε: «Οδός για τον Άδη που περνά από
πέναντί σου και με την κορυφή της χωρίζει το φως (απ' το σκοτάδι). Γιατί, καθώς βλέπεις, ανεβαίνει από κάτω, από τον Άδη, προς τα πάνω και, στα σημεία όπου στριφογυρ­νώντας ακουμπά το φως, ορίζει την έσχατη περιοχή του σύμπαντος.

Τέσσερις είναι οι αρχές των πάντων: η πρώτη της ζωής, η δεύτερη της κίνησης, η τρίτη της γέννησης και η τελευ­ταία της φθοράς . Την πρώτη με τη δεύτερη αρχή τις συν­δέει η Μονάδα στο αόρατο. Τη δεύτερη με την τρίτη ο Νους στον Ήλιο. Την τρίτη με την τέταρτη η Φύση στη Σελήνη . Σε κάθε μια από τις συνδέσεις αυτές κάθεται κλειδούχος μια Μοίρα, θυγατέρα της Ανάγκης. Στην πρώτη σύνδεση η Άτροπος, στη δεύτερη η Κλωθώ και στη σύνδεση που βρίσκεται στην περιοχή της Σελήνης η Λάχεση, όπου βρίσκεται και η καμπή της γέννησης. Γιατί τα άλλα νησιά έγουν θεούς Η Σελήνη, όμως, είναι το βασί­λειο των γήινων δαιμόνων και ξεφεύγει από τη Στύγα, γιατί περνά λίγο ψηλότερα της. Συλλαμβάνεται, εντού­τοις, μία φορά στα εκατόν εβδομήντα επτά δεύτερα μέ­τρα.'Οταν η Στύγα ορμά πάνω της, οι ψυχές βοούν φο­βισμένες. Γιατί ο Άδης αρπάζει πολλές απ' αυτές, καθώς γλιστρούν προς τα κάτω. Άλλες, πάλι, τις ξαναπαίρνει πίσω η Σελήνη, καθώς κολυμπούν από κάτω προς το μέρος της. Είναι εκείνες που το τέλος του κύκλου των γεννήσεων τους ήρθε πάνω στην κατάλληλη στιγμη.)Εξαΐρούνται οι μιαρές και ακάθαρτες: αυτές η Σελήνη, αστράφτοντας και μουγκρίζοντας φοβερά, δεν τις αφήνει να την πλησιάσουν.

Kι εκείνες θρηνώντας τη μοίρα τους γλιστρούν και παρα­σύρονται πάλι κάτω για μια άλλη γέννηση.
Κι ο Τίμαρχος είπε: « Όμως δε βλέπω τίποτε άλλο ε­κτός από πολλά άστρα να πάλλονται γύρω απ' το χάσμα, άλλα να βυθίζονται σ' αυτό και άλλα ν' αναπηδούν πάλι από κάτω προς τα πάνω». «Επομένως, χωρίς να το ξέρεις βλέπεις τους ίδιους τους δαίμονες» είπε η φωνή. Γιατί το πράγμα έχει ως εξής: κάθε ψυχη διαθέτει νου και δεν υ­πάρχει ψυχή δίχως λογική και νου. Το κομμάτι της, ό­μως, που τυχόν θα αναμιχθεί με τη σάρκα και τα πάθη αλ­λοιώνεται και γίνεται, ακολουθώντας τις ηδονές και τους πόνους, μη λογικό.Δεν αναμιγνύονται, όμως, όλες οι ψυ­χές με τον ίδιο τρόπο: άλλες βυθίζονται ολόκληρες μέσα στο σώμα και εξ ολοκλήρου διαταραγμένες άγονται απο­λύτως στη ζωή τους από τα πάθη. Άλλες, πάλι, εν μέρει αναμιγνύονται, εν μέρει όμως αφήνουν έξω απ' τη σάρκα το καθαρότερο τμήμα τους δίχως να απορροφάται. Εκεί­νο το τμήμα μοιάζει σαν σημαδούρα προσαρτημένη στην κορυφή, η οποία επιπλέει στην επιφάνεια ακουμπώντας στο κεφάλι του ανθρώπου, ενώ εκείνος μοιάζει σαν βου­λιαγμένος στο βυθό. Και κρατώντας ορθή την ψυχή τη βαστά για όσο καιρό εκείνη το υπακούει και δεν κυριαρ­χείται από τα πάθη. Το τμήμα, λοιπόν, που μένει βυθι­σμένο στο σώμα λέγεται ψυχή. Το τμήμα που δεν υπό­κειται σε φθορά οι πολλοί το αποκαλούν νου και νομίζουν ότι βρίσκεται εντός τους, όπως νομίζουν οτι είναι μέσα στους καθρέφτες τα είδωλα της αντανάκλασης. Όσοι, ό­μως, έχουν ορθή αντίληψη το αποκαλούν δαίμονα που βρί­σκεται εκτός τους. Για τα άστρα που φαίνονται να σβή­νουν, Τίμαρχε, να θεωρείς ότι βλέπεις τις ψυχές που βυθί­ζονται εξ ολοκλήρου στο σώμα. Εκείνα, όμως, που φαίνο­νται να ανάβουν και πάλι και να ξαναεμφανίζονται από κάτω, αποτινάζοντας σαν λάσπη κάποιο είδος ομίχλης και ζόφου , να θεωρείς ότι είναι οι ψυχές που πλέουν πάλι προς τα πάνω έχοντας βγει απ' το σώμα μετά το θάνατο. Τα άστρα, πάλι, που κινούνται ψηλά είναι οι δαίμονες των ανθρώπων που λέμε ότι «έχουν νου». Προσπάθησε να πα­ρατηρήσεις καθενός το σύνδεσμο, με ποιο τρόπο συνάπτε­ται με την ψυχή>>

Αφού άκουσε αυτα ο Τίμαρχος, άρχισε να προσέχει με μεγαλύτερη ακρίβεια και να παρατηρεί τα άστρα, απ' τα οποία άλλα σάλευαν περισσότερο και άλλα λιγότερο, ό­πως ακριβώς βλέπουμε να σαλεύουν στην επιφάνεια οι φελλοί που σημαδεύουν τα δίχτυα στη θάλασσα. Ορισμένα εκτελούσαν μια ταραγμένη και ανώμαλη ελικοειδή πορεία σαν αδράχτι την ώρα του γνεσίματος, καθώς δεν μπορού­σαν να καταστήσουν ευθεία την κίνηση τους. Η φωνή του είπε ότι τα άστρα που είχαν μια τακτοποιημένη και ευθεία κίνηση διέθεταν ψυχές ευπειθείς, εξαιτίας της κόσμιας ανα­τροφής και εκπαίδευσης τους, ψυχές που δεν παρουσίαζαν πολύ σκληρό και άγριο το μη λογικό τους τμήμα. Τα ά­στρα, όμως, που εκτρέπονταν ανώμαλα και ταραγμένα πάνω κάτω πολλές φορές, σαν να αγωνιούσαν από κάποια δεσμά, πάλευαν με απείθαρχα και ανάγωγα ήθη, και πότε κυριαρχούσαν και τραβούσαν προς τα δεξιά, πότε ό­μως λύγιζαν από τα πάθη και συμπαρασύρονταν από τα αμαρτήματα τους, για να τους αντισταθούν και πάλι και να τα καταπιέσουν. Γιατί ο σύνδεσμος είναι ριγμένος σαν χαλινάρι μέσα στο μη λογικό τμήμα της φυχής και, όταν ο δαίμονας το τραβήξει προς τα πίσω, φέρνει τη λεγόμενη μεταμέλεια για τις αμαρτίες και ντροπή για τις ηδονές που είναι παράνομες και αχαλίνωτες. Αυτή τώρα η ντροπή εί­ναι πόνος και πλήγμα για την ψυχή που χαλιναγωγείται από τον κυρίαρχο και κυβερνήτη νου, έως ότου, τιμωρού­μενη μ' αυτόν τον τρόπο, γίνει πειθήνια και φιλική σαν πράο ζώο, νιώθοντας γοργά, δίχως χτυπήματα και πό­νους αλλά με σύμβολα και σημεία, το δαίμονα. «Αυτές, λοιπόν, οι ψυχές», είπε η φωνή, «οδηγούνται και στερεώ­νονται στην ορθή συμπεριφορά κάπως αργά και βραδέως. Από εκείνες, όμως τις ψυχές που είναι ευπειθείς και υπα­κούουν ευθύς εξ αρχής και από τη γένεση τους στον οικεί­ο δαίμονα προέρχεται το γένος των μάντεων και των θεόπνευστων ανθρώπων. Μια απ' αυτές ήταν και η ψυχή του Ερμότιμου του Κλαζομενίου, για την οποία έχεις βέβαια ακούσει ότι αφήνοντας ολοκληρωτικά το σώμα και κατά τη νύχτα και κατά τη μέρα περιπλανιόταν σε μεγά­λη έκταση, για να επιστρέψει και πάλι πίσω, έχοντας τύ­χει και παραβρεθεί σε πολλές συνομιλίες και πράξεις που έ­γιναν σε μακρινά μέρη. Μέχρις ότου τον πρόδωσε η γυναί­κα του και οι εχθροί του βρήκαν το σώμα του άδειο απ' την ψυχή και το έκαφαν στο σπίτι του. Γιατί η ψυχή του δεν έβγαινε από το σώμα του, αλλά υποχωρώντας πάντοτε στο δαίμονα και χαλαρώνο­ντας για χάρη του το σύνδεσμο, του επέτρεπε να περιπλα­νιέται και να περιφέρεται, με αποτέλεσμα να τον πληροφο­ρεί εσωτερικά για πολλά απ' αυτά που είδε και άκουσε έ­ξω. Εκείνοι, πάλι, που αφάνισαν το σώμα του την ώρα που κοιμόταν ακόμη και μέχρι τώρα πληρώνουν την ποι­νή τους στον Τάρταρο. Αυτά θα τα μάθεις, νεαρέ μου, σα­φέστερα», είπε η φωνή, «σε τρεις μήνες. Τώρα, όμως, φύγε».

Ο Τίμαρχος είπε ότι όταν έπαψε η φωνή θέλησε να στρί­ψει και να δει ποιος ήταν αυτός που του μιλούσε. Ένιωσε, όμως, και πάλι σφοδρό πόνο στο κεφάλι του, σαν να συ­μπιεζόταν αυτό βίαια, και δεν είχε πια αντίληψη ούτε αί­σθηση για το τι του συνέβαινε. Έπειτα, όμως, από λίγο συνήλθε και είδε τον εαυτό του να κείτεται στο μαντείο του Τροφώνιου, πλάι στην είσοδο, όπου και ξάπλωσε.
Αυτός ήταν, λοιπόν, ο μύθος του Τιμάρχου. Όταν ήρθε στην Αθήνα και πέθανε τον τρίτο μήνα όπως προείπε η φωνή,ενημερώσαμε έκπληκτοι το Σωκράτη για την ιστορία και ο Σωκράτης μιας μέμφθηκε που δεν του την α­φηγηθήκαμε όσο ζούσε ακόμη ο Τίμαρχος. Γιατί ευχαρί­στως θα την μάθαινε από εκείνον τον ίδιο και θα τον ανέκρινε με μεγαλύτερη ακρίβεια. Έχεις, λοιπόν, στη διάθεση σου, Θεόκριτε, μαζί με τη λογική και το μύθο. Κοίτα, ό
μως, μήπως πρέπει να προσκαλέσουμε και τον ξένο στην ερευνά μας. Γιατί πρόκειται για ένα θέμα πολύ κατάλλη­λο και ταιριαστό σε θείους άνδρες ».
«Για ποιο λόγο», είπε ο ξένος, «δεν προσθέτει τη γνώ­μη του και ο Επαμεινώνδας, αφού στηρίζεται στα ίδια με μένα δόγματα;»

Και ο πατέρας μας μειδίασε και είπε: «Τέτοιος είναι ο χαρακτήρας του, ξένε, σιωπηλός και επιφυλακτικός στα λόγια , άπληστος όμως για μάθηση και ακούσματα. Γι' αυτό και ο Σπίνθαρος ο Ταραντίνος, ο οποίος συναναστράφηκε εδώ μαζί του για πολύ καιρό, επαναλαμβάνει συνέχεια πως δεν έχει συναντήσει κανέναν άλλο άνθρωπο στη γενιά του που να γνωρίζει περισσότερα και να μιλά λι­γότερο. Εσύ, λοιπόν, ο ίδιος να μας εκθέσεις τις απόψεις σου για όσα ειπώθηκαν».
«Εγώ, λοιπόν»,είπε ο Θεάνωρ, «το λόγο του Τι­μάρχου λέω πως πρέπει να τον αφιερώσουμε στο θεό ως ιερό και απαραβίαστο. Θα μείνω, όμως, έκπληκτος αν δείξουν μερικοί δυσπιστία στα λεγόμενα του Σιμμία και ε­νώ αποκαλούν τους κύκνους, τα φίδια, τα σκυλιά και τα ά­λογα ιερά, δεν πιστεύουν ότι υπάρχουν θείοι και θεοφιλείς άνθρωποι, τη στιγμή που παραδέχονται μάλιστα ότι ο θε­ός δεν είναι φίλος των πουλιών αλλά των ανθρώπων. Ό­πως ακριβώς, λοιπόν, ένας άνθρωπος που αγαπά τα άλο­γα δε φροντίζει εξίσου για όλα τα μέλη αυτού του είδους, αλλά ξεχωρίζοντας και απομονώνοντας πάντα το καλύτε­ρο, το εξασκεί και το τρέφει ιδιαίτερα και το αγαπά ξεχωριστά, έτσι και τα όντα που είναι ανώτερα μας σημαδεύο­ντας τους καλύτερους από μας, σαν να τους ξεδιαλέγουν α­πό μια αγέλη, τους θεωρούν άξιους μιας ιδιαίτερης και ξεχωριστης παιδαγωγίας και τους κατευθύνουν όχι με χαλι­νάρια και μαστίγια αλλά με τη λογική μέσω συμβολών. Από αυτά τα σύμβολα οι πολλοί και αγελαίοι έχουν πα­ντελή άγνοια. Ούτε, άλλωστε, και τα περισσότερα σκυλιά κατανοούν τα κυνηγετικά σημάδια, ούτε και τα άλογα τα ιππικά σημάδια. Οσα, όμως, τα έχουνε μάθει, ευθύς αντι­λαμβάνονται τις διαταγές από ένα τυχαίο σύριγμα ή σφύ­ριγμα και εύκολα κάνουν αυτά που πρέπει. Φαίνεται, μά­λιστα, πως και ο Όμηρος γνώριζε τη διαφορά για την ο­ποία μιλάμε . Γιατί με όσα λέει άλλους μάντεις τους α­ποκαλεί οιωνοσκόπους και ιερείς, για άλλους, όμως, νομί­ζει ότι αποκαλύπτουν το μέλλον, επειδή κατανοούν τις ί­διες τις συνομιλίες των θεών και μοιράζονται τις σκέψεις τους:
Κι ο 'Ελενος, του Πριάμου ο γιος, μες την ψυχή του ένιωσε
την απόφαση που οι θεοί στη συσκεψή τους πήραν και
Γιατί εγώ των αιωνίων θεών άκουσα τέτοιο λόγο.

Γιατί όπως ακριβώς τη σκέψη των βασιλιάδων και των στρατηγών οι εκτός την αντιλαμβάνονται και τη γνωρί­ζουν με πυρσούς, κηρύγματα και σάλπιγγες, ενώ στους έμπιστους και φίλους τους την αποκαλύπτουν οι ίδιοι, έτσι και το θείο συνομιλεί απ' ευθείας με λίγους και σπάνια, ε­νώ στους πολλούς δίνει σημάδια, απ' τα οποία προκύπτει η λεγόμενη μαντική τέχνη. Γιατί οι θεοί κατευθύνουν τη ζωή λίγων ανθρώπων, εκείνων δηλαδή που τυχόν θα απο­φασίσουν να τους καταστήσουν άκρως μακάριους και αλη­θώς θειους.Ενώ οι ψυχές οι απαλλαγμένες απ' τη γένεση και ξένοιαστες στο εξής από το σώμα, σαν να έχουν αφεθεί παντελώς ελεύθερες, είναι οι δαίμονες που επιβλέπουν τους ανθρώπους κατά τον Ησίοδο. Γιατί όπως τους αθλητές, οι οποίοι εξαιτίας των γηρατειών σταμάτησαν να γυμνά­ζονται, δεν τους εγκαταλείπει εντελώς η αγάπη για τις τι­μές και τα σώματα, αλλά βλέποντας άλλους να ασκούνται τέρπονται και δίνουν προτροπές και τρέχουν μαζί τους στο πλάι, έτσι κι εκείνοι που έχουν σχολάσει απ' τους αγώνες για τη ζωή και εξαιτίας της αρετής της ψυχής τους έγιναν δαίμονες δεν περιφρονούν παντελώς τα εδώ πράγματα, λόγους και ασχολίες, αλλά όντας ευμενείς προς εκείνους οι οποίοι γυμνάζονται για τον ίδιο μ' αυτούς σκοπό μοιράζο­νται μαζί τους τη φιλοτιμία τους, τους προτρέπουν προς την αρετή και εξορμούν μαζί τους, όταν τους βλέπουν πως με τον αγώνα είναι πια κοντά στην προσδοκία τους και την αγγίζουν. Γιατί το δαιμόνιο δε βοηθά όποιους να 'ναι στην τύχη. Αλλά συμβαίνει ό,τι και στην περίπτωση εκεί­νων που κολυμπούνε στη θάλασσα: αυτούς, δηλαδή, που βρίσκονται ακόμη στο πέλαγος και μακριά από τη στεριά οι θεατές στη στεριά τους παρακολουθούνε μόνο σιωπηλά.

Τρέχουν, όμως, στο πλάι εκείνων που βρίσκονται πια κο­ντά στη στεριά και, μπαίνοντας στη θάλασσα και βοηθώ­ντας τους με τα χέρια συνάμα και τη φωνή τους, τους δια­σώζουν. Αυτός, φίλοι μου, είναι και ο τρόπος που ενεργεί το δαιμόνιο. Όσο, δηλαδή, είμαστε βυθισμένοι στα εγκό­σμια και αλλάζουμε πολλά σώματα σαν οχήματα, μας α­φήνει να αγωνιζόμαστε μόνοι μας και να επιμένουμε, προ­σπαθώντας να σωθούμε με τη βοήθεια της δικής μας αρε­τής και να πιάσουμε λιμάνι. Την ψυχή, όμως, που έχοντας καλά και πρόθυμα κοπιάσει σε αγώνες μακράς διάρκειας μέσα,από αναρίθμητες γεννήσεις και, ενώ ο κύκλος της , πλησιάζει στο τέλος του αψηφώντας τον κίνδυνο και δεί­χνοντας φιλοτιμία για την έκβαση του αγώνα της, ανεβαί­νει προς τις ανώτερες υπάρξεις με πολύ ιδρώτα, αυτήν την ψυχή ο θεός δε θεωρεί απρεπές να τη βοηθήσει ο οικείος της δαίμονας, αλλά αφήνει όποιον δείχνει προθυμία να βοηθή­σει. Και κάθε δαίμονας προθυμοποιείται να διασώσει και άλλη ψυχή με τις προτροπές του. Kι εκείνη, επειδή είναι κοντά, τον ακούει και σώζεται. Αν, όμως, δεν υπακούσει, την εγκαταλείπει ο δαίμονας και δεν έχει ευτυχισμένο τέ­λος».
astrikh probolh

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου