Της Δανάης Παπαστράτου
Σταυροδρόμι φυλών, πολιτισμών,
φιλοσοφικών ρευμάτων, αλλά και καραβανιών, υπήρξε από την αυγή ακόμη της
Ιστορίας η πανάρχαια αυτή χώρα της κεντρικής Ασίας, η Βακτριανή, η προγονική
δηλαδή εστία των σημερινών λαών του χειμαζόμενου Αφγανιστάν, που γαντζωμένο
εκεί στους πρόποδες του Χίντο – Κους, του ινδικού Καυκάσου και του Παροπαμίσου,
διαβίωνε σχεδόν πάντοτε κάτω από τις πιο σκληρές συνθήκες.
Πολιτισμοί παρουσιάζονται στην περιοχή, γύρω στο 15.000 π.Χ. με κύρια
ασχολία το κνήγι ή τη φυσική σοδειά που πρόσφερε η πρωτόγονη καλλιέργεια, ώσπου
με την αποχώρηση των παγετώνων, στη μεσολιθική εποχή, φθάνουν πληθυσμοί από τα
ανατολικά και την πρωτοπελασγική Ευρώπη, οι οποίοι με την ανάμιξή τους με τους
αυτόχθονες σχηματίζουν τους Ντραβίντ (Δραβίτες).
Μια ωραία φυλή αναπτύχθηκε τότε σ’ αυτά τα ορεινά κράσπεδα ψηλών,
σκληροτράχηλων και ικανών πολεμιστών. Έτσι κάπως άρχισαν και οι ένοπλες
συγκρούσεις, αλλά και οι επιδρομές άλλων γειτονικών λαών: Σαρμάτες, Ιρανοί,
Ινδοί, Κουσανοί από το Σίνγκ-Κιάγκ (κινέζικο Τουρκεστάν), που ζητούσαν να
διαφεντέψουν την έστω άγονη ορεινή αυτή χώρα, ωθούμενοι από βορειότερους
επήλυδες, Σκύθες, Μογγόλους και άλλους.
Όλα αυτά μέχρι το 2.000 π.Χ., οπότε εμφανίζονται νέα πελασγικά φύλα, με
αποτέλεσμα νέες ανακατατάξεις.Όσοι από αυτούς εγκαθίστανται στο
Αφγανιστάν τότε, ονομάζονται Αριανοί και η χώρα Αριάνη.
Η Βακτριανή τότε κατέστη ένα σπουδαίο κέντρο
διαμετακομιστικού εμπορίου, με παράλληλη την ανάπτυξη πολιτισμού, λογοτεχνικών
και θρησκευτικών τάσεων και θεσμών.
Με τον καιρό οι Αριανοί, περνώντας τα διάφορα ορεινά περάσματα,
κατέκλυσαν σε μια μάλλον ειρηνική κάθοδο όλη την Ινδία, εξουδετερώνοντας τους
Δραβίδες και τον πολιτισμό της Χαράπα των πόλεων του Ινδού ποταμού. Η
φυλή των Αριανών, οι οποίοι λόγω του ψυχρού κλίματος, της έλλειψης τροφής και
των γενικότερων συνθηκών, ξεχύθηκαν συγχρόνως και προς τα δυτικά και προς τα
βόρεια, εισχωρώντας άνετα στις χώρες της Περσίας, Υπερ-Ωξονίας, και Μικράς
Ασίας, κατοίκησαν αρχικά την χώρα που αποκαλούσαν Βάϊγκο, Βάεγκο ή και
Βέγκα, ήτοι χώρα των ευγενών.
Οι Αριανοί αυτοί μετανάστες γύρω στο 2.000 π.Χ., σύμφωνα πάντα και με
την Αβέστα, το ιερό βιβλίο των Βραχμάνων, γραμμένο στην σανσκριτική, και τις
Βέδες, (Βέδα = οίδα/Fοϊδα = γνωρίζω
και στη συνέχεια στη λατινική vedo = βλέπω, γνωρίζω),
υπήρξαν ειρηνικοί εισβολείς που άφησαν τα ίχνη τους στη γλώσσα και τον
πολιτισμό, από όπου και αν πέρασαν. Επιγραφές π.Χ. των Χετταίων, στο Μπογιαζκόϊ
της Μικράς Ασίας γύρω στο 1.400 π.Χ. αναφέρουν ότι «μετανάστες από την Αριάνη,
που λέγονταν Μιττάνι, εγκατεστάθηκαν στην περιοχή». Τα ονόματα των βασιλέων,
θεών και των μυθολογικών μορφών των Μιττάνι ήταν τα ίδια με εκείνα που
αναφέρουν η Αβέστα και η Βέδα. Προβάλλει έτσι το συμπέρασμα, ότι γύρω στο 1.500 π.Χ. οι
Αριανοί εμφανίζουν σχεδόν κοινή τέχνη και θρησκεία από το Αιγαίο ως την Ινδία.
Παράλληλα, στη Βάκτρα, πρωτεύουσα μητέρα πόλη της Βακτριανής, γεννήθηκε
και ο Ζωροάστρης, ιδρυτής του Ζωροαστρισμού. Εδώ σχηματίσθηκαν και οι τοπικές
φυλές της Βακτριανής, που ήδη το 400 π.Χ. ο Ηρόδοτος είχε ονομάσει: Πακτιακή,
των Γανδαριών, των Σάτα – Γυδών, των Δαδικαίων, κλπ.
Εδώ επίσης, στα υψίπεδα του Παροπαμίσου και του ινδικού Καυκάσου, άρχισε
και η συνάντηση των δύο πολιτισμών, του Ιράν από τη δύση και του Βούδα από την
Ινδία. Στους επόμενους αιώνες, Πέρσες, Ινδοί, Μογγόλοι, Άραβες, κατέκτησαν
διαδοχικά την περιοχή, συχνά φέροντας τα δικά τους νεότερα στοιχεία πολιτισμού,
όπως καλύτερη κρατική οργάνωση, πολεοδομία και βελτιωμένους όρους διαβίωσης.
Ειδικά οι Έλληνες με το Μέγα Αλέξανδρο, κατά την εκστρατεία του, που δεν
θεωρείται πια από τους σύγχρονους ιστορικούς ως ανταποδοτική, εκδικητική κατά
των Περσών αλλά μάλλον εξερευνητική, με απώτερο σκοπό τις ανακαλύψεις, κάτι που
καταδεικνύει άλλωστε και η πληθώρα των φιλοσόφων, γεωγράφων, ιστορικών,
«δημοσιογράφων», τεχνικών κλπ. που ακολουθούσαν τα εκστρατευτικά του σώματα,
έφεραν σίγουρα έναν αέρα διαφορετικού πολιτισμού. Έτσι προχώρησαν ιδρύοντας
συνεχώς πόλεις, όπου συγκέντρωναν τους περιπλανώμενους νομάδες και επιβάλλοντας
γενικά ένα πιό ανθρώπινο τρόπο ζωής, αποτρέποντας π.Χ. τους Βακτριανούς και
Σογδιανούς από το να φονεύουν τους γέρους γονείς τους ή τις αιμομιξίες στους Πέρσες.
Συγχρόνως έφεραν και την ελληνική γραφή, που ανευρίσκεται σε πολλά τοπικά
νομίσματα, την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική (γνωστοί οι ελληνιστικοί Βούδες της
Γκαντάρα, που γεμίζουν τα μουσεία της Ινδίας σήμερα), επίσης τη φιλοσοφική
σκέψη της Ελλάδας, που ήκμαζε από τις περιοχές της Σικελίας έως και την Μικρά Ασία.
Αλλά και αντίστροφα βέβαια, ποτέ δεν σταμάτησε και η επιρροή των εξ ανατολής
φωνών, του ινδικού πολιτισμού του Γκαουτάμα Βούδα, των κοσμοθεωριών για τις
σχέσεις ψυχής και ύλης, του ασκητισμού, της πνευματικής ανάστασης, αλλά και της
προσκύνησης, της ταπείνωσης, της υποταγής κλπ., θεωριών που ήσαν αντίθετες όμως
προς το φιλελεύθερο πνεύμα των Ελλήνων.
Στην κοιλάδα του ποταμού Καμπούλ είχε κάποτε ανθίσει και η ελληνική πόλη
Νύσσα, πολύ πριν κατακτηθή η περιοχή από τους Έλληνες του Μ. Αλεξάνδρου.
Γλωσσολιγικά στην Ινδική χερσόνησο έχουμε ανάπτυξη της αραμαϊκής γραφής,
τουλάχιστον μέχρι την ίδρυση του μεγάλου ινδικού κράτους του Ασόκα (το
272–231), όπως φαίνεται τουλάχιστον από την ελληνοαραμαϊκή επιγραφή της Ασόκα
στην περιοχή Λαμπάκα της Ινδίας.
Αέναες μετακινήσεις,
ανακατατάξεις πληθυσμών, αλληλεπιδράσεις πολιτισμών έφερναν με την πάροδο του
χρόνου νέες μορφές κρατικής οργάνωσης και πολιτισμού στη μακρινή Βακτριανή,
όπου συν τοις άλλοις αναπτύχθηκε και ένας ελληνοβακτριανός πολιτισμός για 3 αιώνες –
άγνωστος στους πολλούς – μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, με τα
ελληνοβακτριανά βασίλεια, που άνθισαν στην περιοχή και θα εξετάσουμε στην συνέχεια
.
Τα ελληνικά βασίλεια της Βακτριανής
Είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι, τα χρόνια που η ηπειρωτική Ελλάδα
διήγε τα τελευταία χρόνια της ανεξαρτησίας της, με επερχόμενη τελικά τη
ρωμαιοκρατία, σε μια μακρινή απώτατη περιοχή της κεντρικής Ασίας ιδρύθηκαν και
στέριωσαν για τρεις αιώνες κάποια ελληνικά βασίλεια, όπου άνθισε ο ελληνικός
πολιτισμός, ίχνη του οποίου ανευρίσκονται μέχρι σήμερα στις ανασκαφές και
αφήνουν έκθαμβους τους ειδικούς για το υψηλό επίπεδο και την τελειότητα αυτού
του πολιτισμού.
Ανασκαφές, που γίνονται κυρίως από Ρώσους, Γάλλους, Αμερικανούς και Βρετανούς,
που ανεστάλησαν προς το παρόν λόγω των γνωστών γεγονότων, και από τις οποίες
απείχαν ως τώρα επίσημες ελληνικές αποστολές, αλλά συμμετείχαν ελληνικής
καταγωγής επιστήμονες αρχαιολόγοι κλπ., όπως οι καθηγητές Τσιμπουκίδης και
Σαριγιανίδης από την ρωσική πλευρά, με πολλές σχετικές εργασίες τους δημοσιευμένες.
Η περιοχή της Βακτριανής ανήκε στο κράτος των Σελευκιδών με έδρα την
Συρία, αλλά λόγω της μεγάλης απόστασης και της έλλειψης ικανής εποπτείας, ο
Έλληνας κυβερνήτης της Διόδοτος Α΄ σήκωσε επανάσταση το 250 π.Χ., κατά του
Αντιόχου Β΄ των Σελευκιδών, διεκδικώντας την ανεξαρτησία του, που αργότερα την
πέτυχε, παίρνοντας τον τίτλο του βασιλέως. Το κράτος του περιελάμβανε τη
Βακτριανή, τη Σογδιανή, τον Χίντου-Κους, και δια της κοιλάδας του Ώξου ποταμού
έφθανε μέχρι τις σημερινές Ντουχάρα και Σαμαρκάνδη, ενώ δυτικά εκτεινόταν μέχρι
την Παρθέα, η οποία ωστόσο ανεξαρτοποιήθηκε με την σειρά της υπό τον Αρσάκη,
που ήταν Βακτριανός.
Κατά το 245 περίπου, τον Διόδοτο διαδέχθηκε ο γυιός του ο Διόδοτος ο Β΄,
ο οποίος συνήψε συνθήκη ειρήνης και συμμαχίας με τους Πάρθους, ενόψει του
κινδύνου που είχε προκληθεί από την εκστρατεία του Σελεύκου Β΄ κατά της Παρθίας,
που χάρη στην συμμαχία αυτή, επέκρουσε νικηφόρα την επίθεση απαλλάσσοντας και
τη Βακτριανή από πιθανό κίνδυνο εισβολής των Σελευκιδών, γιατί οι τελευταίοι με
την σειρά τους αντιμετώπιζαν άλλους κινδύνους στη Μέση Ανατολή και έτσι
περιορίσθηκαν εκεί. Εν τούτοις η στροφή αυτή του Διόδοτου Β΄ προς την Παρθία,
που στο μεταξύ κατέστη ισχυροτάτη δύναμη, υπήρξε καταστροφική για τον ίδιο,
αφού ανατράπηκε και δολοφονήθηκε από τον Ευθύδημο, πιθανόν το 235 π.Χ.. Οι δύο
Διόδοτοι υπήρξαν αξιόλογοι βασιλείς και μεταξύ άλλων είχαν εκδώσει νομίσματα,
χρυσά και αργυρά, που έφεραν στην μία πλευρά εικόνα του Δία με κεραυνό και στην
άλλη απεικόνιση των ιδίων με διάδημα. Τα χάλκινα νομίσματα ιδίως στη μία όψη
τους παρίσταναν το Δία με την Αρτέμιδα, τους βασιλείς με τη μακεδονική καυσία,
ενώ στην οπίσθια όψη την Παλλάδα Αθηνά.
Ο Ευθύδημος (235-200) με την πολιτική συνεργασία του με τον εγχώριο
πληθυσμό απέβη ένας από τους ισχυρότερους βασιλείς της Βακτριανής, σε σημείο
που επισκίασε τη φήμη των προκατόχων του και σε αυτόν μάλλον ο Στράβων αποδίδει την
ανεξαρτησία της Βακτριανής, που περιλάμβανε τώρα πλην της Βακτριανής τη
Σογδιανή, την Αριανή και την Χορισμία. Νομίσματά του έχουν βρεθεί στα Τάξιλα
(μεγάλο ελληνιστικό κέντρο της περιοχής – στο σημερινό Πακιστάν), στην Αραχωσία
και στην κοιλάδα της Καμπούλ (Καβούλης). Ο Ευθύδημος, γύρω στο 209, γνώρισεμεγάλο
κίνδυνο, όταν ο Αντίοχος ο Γ΄, αφού επετέθη και κατέλαβε ορισμένα εδάφη της Παρθίας, προωθήθηκε
ως τη Βακτριανή και την Β. Ινδία του βασιλείου των Μωριέων, και ίσως γι’ αυτό να
απέκτησε και τον τίτλο του Μεγάλου. Με αυτόν οπωσδήποτε παύει η απειλή των
Σελευκιδών κατά της Βακτριανής, η οποία
θεωρήθηκε «κόσμημα σύμπασης της Αριανής», όπως αναφέρεται από τον καθηγητή Δ.
Τσιμπουκίδη.
Η Βακτριανή κατέστη επίσης, συν τω χρόνω, κέντρο διαμετακομιστικού
εμπορίου των καραβανιών μεταξύ Κίνας και Συρίας. Οπωσδήποτε είναι χαρακτηριστικό
ότι στο Σιγκ-Κιάγκ (κινεζικό Τουρκεστάν) και σε επίσημα έγγραφα με χαρακτήρες
χαρόστι (ένας από τους δύο τύπους αρχαίας ινδικής γραφής), χρησιμοποιείται
συχνά η λέξη ΥΟΝU ή ΥΟΝΑ (Έλλην) ως κύριο όνομα και αναφέρονται συχνά δύο ελληνικές λέξεις, που
σημαίνουν νόμισμα, όπως π.χ. «σατέρα» (στατήρα) και “ thrakhme” (δραχμή).
Κατά τον Narain, οι όροι αυτοί εισήχθηκαν στο κινεζικό Τουρκεστάν μέσω των Ινδών εμπόρων, ενώ ο
Tarn πιστεύει ότι οι Έλληνες είχαν καταλάβει ήδη τις περιοχές αυτές των Φρυνών και Σήρων
(Κιργισία και Σιγκιάγκ αντίστοιχα).
Τον Ευθύδημο διαδέχθηκε ο γυιός του Δημήτριος, με τον οποίο άρχισε η
διείσδυση-επίθεση των Ελλήνων της Βακτριανής προς την Ινδία, με μεγάλη επέκταση
των ορίων του κράτους των, σε σημείο που να λέγεται από τον Απολλόδωρο τον
Αρτεμιτηνό, σύμφωνα με τον Στράβωνα (ΧΙ βιβλίο), ότι οι Έλληνες της Βακτριανής
κατέκτησαν περισσότερα εδάφη από όσα ο Αλέξανδρος και ότι ο Δημήτριος έφθασε ως
την Παταληνή και μέχρι τα βασίλεια της Σαραόστου και της Σιδερίδας (περιοχή
σημερινού Guzarat). Ο Δημήτριος,αφού άφησε στη Βακτριανή το γυιό του Ευθύδημο
ως συμβασιλέα, ξεκίνησε το 188 ή 187 π.Χ. την εκστρατεία του μαζί με τους Μένανδρο (μετέπειτα βασιλιά),
το δευτερότοκο γυιό του Δημήτριο και τον Απολλόδοτο. Κατέλαβε τη Γεδρωσία και
τη Δραγγιανή και κατέληξε στον Ινδικό Ωκεανό (που σημειωτέον οι τότε Ινδοί
ωνόμαζαν Νότια Θάλασσα), όπου έκτισε τη Νέα Δημητριάδα, που αναφέρεται από τον Ινδό
γραμματικό Patangali, ως Dattamitra και η ύπαρξή της επιβεβαιώνεται από
σχετική επιγραφή σε σπηλιά της Ναούκ.
Την ίδια εποχή ο συμβασιλέας του, Ευθύδημος Β΄, είχε σοβαρά προβλήματα
στη Βακτριανή. Κατόρθωσε να τον εκδιώξει κάποιος ονομαζόμενος Αντίμαχος Α΄ και
να βασιλεύσει αυτός, αφού κατέλαβε ολόκληρη τη χώρα και κίνησε εκστρατεία και
εναντίον Ινδικών εδαφών. Μετά το θάνατό του, γύρω στο 180 π.Χ., το κατακτητικό
του έργο συνέχισε ο γυιός του Δημήτριος ο Β΄, που επεξέτεινε τις κτήσεις του ως
την Γανδάρα και αλλού. Αυτός αναχαίτισε και την προέλαση των δύο γυιών του Δημητρίου Α΄,
του Αγαθοκλή και του Πανταλέοντος (185 π.Χ.) προς την Καβούλη. Αργότερα κατόρθωσε να αντιμετωπίσει
και τον επαναστατήσαντα Ευκρατίδη.
Ο Ευκρατίδης, που αναγνωρίζεται ως ένας από τους ικανότερους Έλληνες
βασιλείς της περιοχής, είχε πετύχει να συνενώσει πολλούς ηγέτες γύρω του και να
καταλάβει ολόκληρη τη Βακτριανή. Ωστόσο, κατά τον Tarn,
θεωρείται υπαίτιος που δεν μπόρεσαν να κρατηθούν περισσότεο οι Έλληνες στην
Ινδία, γιατί, αντίθετα με τον Μ. Αλέξανδρο και τους Ευθύδημο Α΄ και ΔημήτριοΑ΄,
είχε εγκαταλείψει την πολιτική της αγαστής συνεργασίας με το ντόπιο πληθυσμό,
επικεντρώνοντας την πολιτική του σε ελληνικά στρατιωτικά και πολιτικά
συμφέροντα. Διεξήγαγε συνεχώς πολέμους κατά των ομοεθνών του ή των Πάρθων, με
αποτέλεσμα να δολοφονηθεί εν τέλει από το γυιό του Πλάτωνα. Κατά το χρονικό
διάστημα, που συνέβαιναν αυτά στην Βακτριανή, στην Ινδία βασίλευαν οι δύο γυιοί
του Δημητρίου Α΄, Αγαθοκλής και Πανταλέων σε μια ευρεία περιοχή που
περικλειόταν από το ανατολικό Πεντζάμπ ως τα Τάξιλα, πέριξ της Καμπούλ και το Κανταχάρ, με
προσπάθεια να φθάσουν στην Αλεξάνδρεια των Παροπαμισάδων.
Εξέδωσαν επίσης ενδιαφέροντα νομίσματα, τα οποία ανάλογα με τη σύνθεση
του πληθυσμού ήταν δίγλωσσα, όπως είχε κάνει προηγουμένως και ο Δημήτριος ο Β΄,
κάτι που είχε μεγάλη σημασία για την ιστορία την Ινδίας, αφού, βασιζόμενος σ’
αυτά τά δίγλωσσα νομίσματα, ο James Prinsep πέτυχε
γύρω στο 1830 ν’ αποκρυπτογραφήσει τις δύο ινδικές γραφές «βράχμι» και
«χαρόστι» και εν σενεχεία τα διατάγματα του Ασόκα, με αποτέλεσμα για πρώτη φορά να
προσδιορισθεί επακριβώς η χρονολογία βασιλείας του ανωτέρω αυτοκράτορα καθως
και άλλες σημαντικές χρονολογίες, που προσδιορίσθηκαν χάρη στην ανωτέρω
αποκρυπτογράφηση.
Ο Μένανδρος (155-130), που βασίλευσε στη συνέχεια, θεωρήθηκε ο
σπουδαιότερος Έλληνας βασιλιάς της Ινδίας, αν κρίνουμε και από ορισμένα
αποσπάσματα του Στράβωνος, όπου αναφέρεται ως ο κυριότερος κατακτητής της
Ινδίας, περισσότερο και από το Δημήτριο τον Α΄. Αναφέρεται ακόμη στο ινδικό
έργο Μιλίντα Πάχνα, όπου περιγράφονται συνομιλίες του με το βουδιστή σοφό Ναγκασένα.
Επίσης, σε άλλα ινδικά κείμενα, που κάνουν νύξη για την ελληνική προέλαση προς
την Παλίμβοθρα ή Παταλιπούτρα, σπουδαίες ινδικές πόλεις της εποχής. Παράλληλα
οι Δημήτριος και Απολλόδοτος αναφέρονται στο περίφημο ινδικό έπος Μαχαμπαράτα, ο
πρώτος ως Dattamitra και ο δεύτερος ως Bhagadaka, ως
«βασιλείς των Γιαβάνας», γενόμενοι έτσι οι τρεις Μένανδρος, Απολλόδοτος και
Δημήτριος, από τους λίγους Έλληνες βασιλείς που αναφέρονται σε ινδικά έργα.
Την ίδια εποχή στη Βακτριανή βασίλευε ο Ηλιοκλής, πιθανότατα γυιός του
Ευκρατίδη, ο οποίος υπήρξε ο τελευταίος Έλληνας βασιλιάς της Βακτριανής, που
κατακτήθηκε στη σειρά από Πάρθους, Σάκους, φυλή από το βορρά και από τους
Κουσάνους, δηλαδή την κινεζική φυλή των yuehchi, φυλές
που αλληλοπιεζόμενες κατέκλυζαν το νότο, με αδυναμία των Ελληνοβακτριανών να
τους αντιμετωπίσουν, εξαντλημένοι με τις τόσες εμφύλιες συρράξεις μεταξύ τους.
Στην Ινδία παράλληλα το Μένανδρο διαδέχθηκε, γύρω στα 130 π.Χ., η χήρα
του Αγαθόκλεια και ο ανήλικος γυιός του Στράτων, που είχε εκτοπισθεί από τον
αδελφό του Απολλόδοτο, έναν από τους αξιότερους βασιλείς της Ινδίας (115-95).
Τελευταίος Έλληνας βασιλιάς της Ινδίας διετέλεσε ο Ερμαίος, του οποίου η
εξουσία έληξε γύρω στο 40 ή 30 π.Χ., την ίδια δηλαδή περίοδο που έκλινε στη δύση του
και το κράτος των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο.
Οπωσδήποτε είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός και μόνο ότι αυτοί οι Έλληνες
της Βακτριανής κατάφεραν, τόσο μακριά από τα κέντρα του Ελληνισμού, να
κρατηθούν επί περίπου 3 αιώνες σ’ αυτές τις άξενες εκτάσεις, κρατώντας συγχρόνως αλώβητη
την εθνική τους ταυτότητα, και παράγοντας πολιτισμό, που αποτελεί μέρος πια και
της ιστορίας των λαών αυτών. Είναι μια ακόμη από τις περιπτώσεις που κατηύγασε
ο ελληνικός πολιτισμός στα πέρατα της οικουμένης.
hellenicway
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου