Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ MK-ULTRA: MIND CONTROL ΜΕ ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ

Η δεκαετία του 1950 υπήρξε αναμφίβολα η χρυσή εποχή της Αμερικής. Ήταν η εποχή του αμερικανικού ονείρου. Το Χόλιγουντ γνώριζε τις πρώτες μεγάλες του δόξες με τις καουμπόικες ταινίες του Τζον Γουαίην, ενώ το μπέηζμπολ μεσουρανούσε. Οι αμερικανικές πόλεις δεν είχαν ακόμη μολυνθεί και υποβαθμιστεί. Η εγκληματικότητα ήταν περιορισμένη. Ο ιδεαλισμός κρατούσε καλά. Το ίδιο και το μοντέλο της αμερικανικής οικογένειας. Υπήρχε εμπιστοσύνη στην πρόοδο και μια αισιοδοξία για το μέλλον. Κι όμως, αυτή την φαινομενικά ειδυλλιακή εποχή μπήκαν τα θεμέλια μιας μεγάλης συνωμοσίας, που βασίστηκε στη διαπλοκή της CIA με μυστικά προγράμματα Mind Control.


Το Σεπτέμβριο του 1950 ο Έντουαρντ Χάντερ (Edward Hunter), ένας πράκτορας της CIA που εργαζόταν ως δημοσιογράφος, δημοσίευσε πληροφορίες ότι οι κομουνιστές Κινέζοι χρησιμοποιούσαν τεχνικές «πλύσης εγκεφάλου» σε Αμερικανούς αιχμαλώτους του πολέμου της Κορέας. Η CIA γοητεύτηκε από αυτή την ιδέα και προσπάθησε να υποκλέψει τα μυστικά αυτής της τεχνικής από τους Κινέζους κομμουνιστές.
O τότε διευθυντής της CIA ’λεν Γ. Ντάλες (Allen Welsh Dulles) ήταν ένθερμος υποστηρικτής της προώθησης προγραμμάτων που αποσκοπούσαν στην ανάπτυξη τεχνικών «πλύσης εγκεφάλου» και ελέγχου του νου. Στις 10 Απριλίου του 1953, κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας του στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, ο νεοδιορισθείς διευθυντής της  CIA έκανε λόγο για το «πόσο είχε προσχωρήσει η μάχη για το ανθρώπινο μυαλό στη Σοβιετική Ένωση». Ο ίδιος προειδοποίησε πως το ανθρώπινο μυαλό είχε ήδη καταντήσει ένα «εύπλαστο παιχνίδι» και πως οι κομουνιστές είχαν αναπτύξει μυστικά «τεχνικές διαφθοράς του εγκεφάλου». Στη ίδια ομιλία ο Ντάλες αναφέρθηκε στο πώς ο εγκέφαλος ορισμένων ατόμων, που έχουν υποστεί τεχνικές «πλύσης εγκεφάλου», μπορεί να χάσει την ικανότητα να ελέγχει τις σκέψεις του, να επαναλαμβάνει σκέψεις που του έχουν σκόπιμα εμφυτευτεί και τελικά να υποταχθεί στις επιθυμίες κάποιου καθοδηγητή.

Τρεις μέρες αργότερα, στις 13 Απριλίου του 1953, ο Ντάλες ενέκρινε τη δημιουργία του MK-ULTRA, μιας αλυσίδας προγραμμάτων Mind Control, στα οποία ενεπλάκησαν πράκτορες και ειδικευμένο τεχνικό προσωπικό της CIA. Το MK-ULTRA είναι η κωδική ονομασία ενός μεγάλου προγράμματος Mind Control, που σύμφωνα με τα έγγραφα της CIA, ήταν ένα πρόγραμμα-ομπρέλα που κάλυπτε τη χρηματοδότηση μιας σειράς από άλλα ευαίσθητα προγράμματα «διαχείρισης συμπεριφοράς», τα οποία ανέπτυσσε η μυστική υπηρεσία των ΗΠΑ σε συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας, τους Σκοτσέζους τέκτονες ακόμη και με τους πρώην Ναζί επιστήμονες.

Όλα υποτίθεται πως ξεκίνησαν ως αντίδραση στα επιτεύγματα των κομουνιστών πάνω στις τεχνικές «πλύσης εγκεφάλου». Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο Ρίτσαρντ Χελμς (Richard Helms)  ανέλαβε διευθυντής της CIA, οι έρευνες και οι γνώσεις των Αμερικανών πάνω στο Mind Control προχώρησαν πολύ περισσότερο από τις αντίστοιχες των κομμουνιστών αντιπάλων τους. Ο Ρίτσαρντ Χελμς ήταν Ο ’νθρωπος Που Κρατούσε τα Μυστικά, σύμφωνα με τον χαρακτηριστικό τίτλο που έδωσε στην βιογραφία του ο αμερικανός συγγραφέας Thomas Power. Ο Χελμς ήταν ουσιαστικά αυτός που επένδυσε πολλά στο MK-ULTRA, ένα μυστικό πρόγραμμα που στόχευε στον έλεγχο της ανθρώπινης συμπεριφοράς με τη βοήθεια της χρήσης «χημικών και βιολογικών ουσιών», δικαιολογώντας μάλιστα κάποιες σημαντικές ανήθικες πλευρές του προγράμματος με τη «λογική» του στυλ «εμείς δεν είμαστε πρόσκοποι»!

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως η ονομασία αυτού του προγράμματος αποτελεί παραλλαγή του ULTRA, που ήταν ένα πρόγραμμα κατασκοπείας στη ναζιστική Γερμανία κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, για την επιτυχία του οποίου οι βετεράνοι κατάσκοποι των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ δίκαια αισθάνονταν περήφανοι.
Το μυστικό πρόγραμμα ελέγχου της ανθρώπινης συμπεριφοράς της CIA, ξεκίνησε λοιπόν στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ακολουθώντας αρχικά μεθόδους που είχαν πρωτοχρησιμοποιήσει οι Σοβιετικοί και οι Κινέζοι. Το ΜΚ-ULTRA, που ξεκίνησε τυπικά στις 13 Απριλίου του 1953, ενέπλεξε τη CIA  σ' έναν μεγάλο αριθμό από πειράματα, που έγιναν πάνω σε ανυποψίαστους ανθρώπους. Μετά ωστόσο τον απροσδόκητο θάνατο ενός από τους επιστήμονες που συμμετείχαν στο πρόγραμμα (ο δρ. Φρανκ Ολσεν  αυτοκτόνησε μια βδομάδα μετά τη δοκιμή ποσότητας LSD), οι Εσωτερικοί Ερευνητές της CIA προειδοποίησαν για τους κινδύνους των πειραμάτων, τα οποία φαίνεται ότι διεξήχθησαν τουλάχιστον έως το 1963, οπότε και υποτίθεται πως διακόπηκαν.
Το 1955 ένα μνημόνιο συνόψιζε ως εξής τους βασικούς στόχους του ΜΚ-ULTRA, που χρησιμοποιούσε ως βασικό εργαλείο του το LSD και άλλες ψυχότροπες ουσίες:
  • Αύξηση των διανοητικών δραστηριοτήτων και αντιλήψεων.
  • Προώθηση παράλογων σκέψεων και παρορμήσεων σε σημείο ώστε ο αποδοχέας τους να καταστεί αναξιόπιστος στο κοινό.
  • Πρόληψη του φαινομένου τοξικότητας του αλκοόλ (μέθη).
  • Παραγωγή συμπτωμάτων γνωστών ασθενειών, που ωστόσο μπορούν να αντιστραφούν, ώστε να γίνει δυνατή η προσποίηση μιας ασθένειας.
  • Αύξηση της ικανότητας ενός ατόμου να αντέχει τις στερήσεις, τα βασανιστήρια και τους καταναγκασμούς κατά τη διάρκεια της επώδυνης διαδικασίας που αποκαλείται «πλύση εγκεφάλου».
  • Δημιουργία αμνησίας, σοκ και σύγχυσης για συγκεκριμένη χρονική διάρκεια.
  • Δημιουργία καταστάσεων συνεχόμενης ευφορίας.
  • Πρόκληση διανοητικής σύγχυσης, το θύμα της οποίας να μην μπορεί να αποκαλύψει την αιτία της.
  • Ελάττωση της επιθυμίας και της αποτελεσματικότητας της εργασίας ενός ατόμου.
  • Εξασθένιση της ικανότητας οπτικής και ακουστικής αντίληψης, κατά προτίμηση χωρίς μόνιμες βλάβες.
Όλα αυτά αποτελούσαν ασφαλώς αποτελέσματα της επίδρασης του LSD στον εγκέφαλο των ανθρώπινων-πειραματόζωων  του προγράμματος ΜΚ-ULTRA.
Ο ’μπι Χόφμαν (Abbie Hofmman), ένας φημισμένος ακτιβιστής της δεκαετίας του 1960, αναφέρει στην αυτοβιογραφία του Soon to be a Major Motion Picture (1980) πως δοκίμασε για πρώτη φορά LSD μέσω ενός φίλου του που εργαζόταν ως ψυχολόγος στον αμερικανικό στρατό και συμμετείχε σε «μυστικά πειράματα LSD». Ο ψυχολόγος είχε αποκαλύψει στον Χόφμαν πως εργάζονταν σε «ένα μυστικό κυβερνητικό πρόγραμμα» και ότι «μόνον ελάχιστοι άνθρωποι γνώριζαν σε τι αποσκοπούσε». Αυτός ο παλιός φίλος εφοδίαζε τον Χόφμαν με ψυχεδελικές ουσίες, που προέρχονταν από τα μυστικά προγράμματα της CIA. «Λέγε ό,τι θέλεις για τη CIA, αλλά το σίγουρο είναι πως έχει τα πιο απίθανα ναρκωτικά!» παραδέχτηκε στο βιβλίο του ο Χόφμαν.

Μέχρι το 1963 το πρόγραμμα ΜΚ-ULTRA καταπιάστηκε με τη χορήγηση LSD σε στρατιώτες και πολίτες των 
ΗΠΑ. Μάλιστα λέγεται ότι στα πλαίσια του ΜΚ ULTRA έγιναν πειράματα ακόμη και σε παιδιά, τα οποία προέρχονταν από το Μεξικό και τη Νότιο Αμερική, με σκοπό την παραγωγή σούπερπρακτόρων! Το LSD και τα άλλα ισχυρά ναρκωτικά, που χορηγούνταν κάτω από πίεση στα θύματα των πειραμάτων, είχαν ως στόχο την «πλύση εγκεφάλου» τους, μέθοδο που έχει σχέση και με το γνωστό «ορό της αλήθειας». Το πρόγραμμα αυτό βοηθήθηκε σημαντικά με την ανακάλυψη νέων χημικών ουσιών, οι οποίες καθιστούσαν πολύ ελκυστική την προοπτική να «καθαριστεί» το μυαλό του θύματος και να επαναπρογραμματιστεί στη συνέχεια, ώστε να γίνει τέλειος «ρομποτικός πράκτορας»! Ένα από τα υποπρογράμματα του ΜΚ ULTRA ήταν και το σχέδιο ARTICHOKE (Αγκινάρα), που στόχευε στην «κατασκευή» ανθρώπων με «πλυμένο μυαλό», χωρίς συναισθήματα, ηθικούς φραγμούς κι ενοχές, κοντολογίς ιδανικούς δολοφόνους, οι οποίοι θα σκότωναν με μια απλή διαταγή. Τέτοιους κατασκευασμένους δολοφόνους τούς χρησιμοποιούσαν μονάχα μια φορά. Αφού εκτελούσε την αποστολή του ο «δολοφόνος μιας χρήσης» εξολοθρευόταν από κάποιον άλλο «δολοφόνο μιας χρήσης». Αυτό φαίνεται πως συνέβη και στην περίπτωση της δολοφονίας του προέδρου Κένεντι.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου