Οι περισσότεροι Έλληνες δεν αναγνώριζαν
μεταθανάτια ζωή. Σύμφωνα με τον Όμηρο, τη στιγμή του θανάτου μια μαύρη
σκιά, πιστό αλλά άυλο αντίγραφο του σώματος, εξέρχεται από την ανοιχτή
πληγή ή από το στόμα του νεκρού και κατεβαίνει στον Άδη για να μείνει
παντοτινά εκεί, δίχως αισθήσεις και τυφλή σαν νυχτερίδα. Έχοντας χάσει
την ικμάδα του σώματος, η ψυχή αυτή (που μπορούσε να
εγκαταλείψει προσωρινά το σώμα και σε στιγμές λιποθυμίας) διψούσε για
αίμα. Ποθούσε να ξαναζωντανέψει.
Αλλά αυτό ήταν ανέφικτο. Όλοι οι
νεκροί, ακόμη και οι άριστοι, ήταν αναίσθητοι, ολοκληρωτικά μουδιασμένοι
και δυστυχείς. Ο κάτω κόσμος του Άδη, μέσα στα έγκατα της γης, ήταν
ένας τόπος κρύος και σκοτεινός, όπου το ζωτικό φως του ήλιου δεν
μπορούσε ποτέ να εισχωρήσει. Επιστροφή ή λύτρωση δεν υπήρχε. Ο Αχιλλέας,
όταν βρέθηκε εκεί βασιλιάς των νεκρών, δήλωνε ότι θα αντάλλασσε
ευχαρίστως τη σκιώδη αυτή κατάσταση με την πιο ασήμαντη ζωή ενός
άγνωστου υπηρέτη πάνω στη γη.
Ωστόσο, μετά τον Όμηρο, και ιδίως κατά τον 6ο
αιώνα, μια (ίσως παλαιά) πεποίθηση σχετικά με τη δυνατότητα αναγέννησης
και μεταθανάτιας ευδαιμονίας άρχισε να ενδυναμώνεται. Το ακριβές μήνυμά
της δεν είναι γνωστό. Οι προβλεπόμενες τελετές ήταν μυστικές, και οι
μυούμενοι δένονταν με όρκο να μην αποκαλύψουν όσα άκουσαν, είδαν ή
έκαναν κατά τη διάρκειά τους. Διακεκριμένοι ποιητές, όπως ο Θηβαίος
Πίνδαρος και ο Αθηναίος Σοφοκλής, ύμνησαν τη δύναμη των μυστηρίων με
λόγια θερμά· οι ίδιοι ήταν μύστες.
Η μυστηριακή πεποίθηση βασιζόταν στο θαύμα της
αναγεννώμενης φύσης και στη γονιμοποιό δύναμη του θανάτου. Οι μυούμενοι
δέχονταν τελετουργικά μια φώτιση που τους λύτρωνε από την κατάσταση της
θνητότητας και τους έκανε ευτυχισμένους στην παρούσα ζωή και μακάριους
στην άλλη. Οι σχετικές πηγές διατείνονται ότι οι μύστες μάθαιναν, εκτός
από το αναπόφευκτο τέλος του βίου, επίσης τη διόσδοτην ἀρχήν
του. Στα μυστήρια, και ειδικά σε αυτά της Ελευσίνας στην Αττική, για τα
οποία είμαστε καλύτερα πληροφορημένοι, γίνονται δεκτοί οι πάντες άσχετα
από την κοινωνική θέση και την οικονομική τους δύναμη. Μοναδικές
προϋποθέσεις ήταν να μην έχουν μιάνει τα χέρια τους με αίμα και να
γνωρίζουν ελληνικά. Οι αλλόφωνοι και οι ανθρωποκτόνοι αποκλείονταν.
(Φυσικά, ανθρωποκτόνοι δεν θεωρούνταν όσοι είχαν σκοτώσει σε επίσημο
πόλεμο, αλλά ακόμη και η ακούσια θανάτωση κάποιου σε περίοδο ειρήνης
λειτουργούσε περιοριστικά.)
Σε ορισμένες περιπτώσεις η μυστηριακή διδαχή
συνδεόταν με την καλλιέργεια των δημητριακών, διακριτικό σημάδι της
πολιτισμένης κοινωνίας κατά την ομόφωνη γνώμη των αρχαίων Ελλήνων.
Σύμφωνα με τον ομηρικό ύμνο στη Δήμητρα (έργο του πρώιμου 6ου αιώνα), οι
δύο μεγάλες δωρεές της θεάς στην πολιτισμένη ανθρωπότητα ήταν η γεωργία
και τα μυστήρια. Όπως στην αγροτική παραγωγή οι εγγενείς δυνάμεις της
φύσης τίθενται υπό τον έλεγχο του ανθρώπου που γνωρίζει πότε και πώς
πρέπει να σπείρει και να θερίσει για να έχει τη μέγιστη σοδειά, έτσι και
στα μυστήρια της Δήμητρας οι φυσικές δυνάμεις της γέννησης και του
θανάτου χαλιναγωγούνταν προς όφελος των μυστών. Σε άλλες περιπτώσεις η
μυστηριακή διδαχή περιλάμβανε την ιδέα της κάθαρσης από ένα αρχέγονο
μίασμα που είχε καταστήσει τους ανθρώπους θνητούς. Λυτρωτής θεός ήταν
τότε ο Διόνυσος-Βάκχος. Σε όλες τις περιπτώσεις, πάντως, η μυστηριακή
διδαχή ήταν συμβολική.
Τα μυστήρια δεν πρόσφεραν λεκτική διδασκαλία.
Κινητοποιούσαν αρχέγονες ψυχικές εικόνες και υπέβαλλαν τους μύστες σε
τελετουργικές εμπειρίες ολοκλήρωσης του εαυτού και ενότητας με τον
κόσμο. Με την έννοια αυτή, τα μυστήρια παρείχαν βιωματική γνώση. Το
τελευταίο στάδιο μύησης -εκεί όπου, αν η ψυχή του μύστη ήταν κατάλληλα
δεκτική, μπορούσε να συμβεί ολοκληρωτική αποκάλυψη του μυστηρίου της
ζωής- ονομαζόταν ενίοτε ἐποπτεία (ξεκάθαρη θέαση).
Μυστήρια υπήρχαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.
Ειδικά η υπανάπτυκτη περιοχή της Αρκαδίας είχε πολλές μυστηριακές
τελετές. Αλλά τα Μυστήρια των Μεγάλων Θεών στη Σαμοθράκη, των Καβείρων
στη Θήβα και, κυρίως, τα Ελευσίνια Μυστήρια της Δήμητρας και της Κόρης
στην Αττική απέκτησαν πανελλήνια αίγλη. Εκτός από αυτά τα μυστηριακά
κέντρα, υπήρχαν επίσης πολλοί περιπλανώμενοι ιερείς που επικαλούνταν την
αυθεντία του Ορφέα και του γιου του Μουσαίου, εξάγνιζαν με θυσίες και
μαγικές επωδές άτομα, οικογένειες και πόλεις ολόκληρες, καλούσαν τον
Βάκχο, την Περσεφόνη και άλλες θεότητες του Άδη και μυούσαν, έναντι
αμοιβής, τους ενδιαφερόμενους σε τελετές οι οποίες, κατά την άποψή τους,
εξασφάλιζαν καλή τύχη τόσο πάνω στη γη όσο και στο επέκεινα. Ανάμεσα
στους περιπλανώμενους ιερείς επικρατούσε έντονος ανταγωνισμός, όπως ήταν
φυσικό για ανθρώπους που εμπορεύονταν το ίδιο αγαθό. Ορισμένοι
βρίσκονταν σε αντιπαράθεση και με τους εκπροσώπους των μυστηριακών
κέντρων.
Η αρχαιολογική σκαπάνη ανακαλύπτει συνεχώς,
κυρίως στην περιφέρεια του ελληνισμού, ταφικές επιγραφές, πρόχειρα
χαραγμένες σε φύλλα χρυσού και τοποθετημένες στο κεφάλι ή το στήθος του
νεκρού, που μαρτυρούν τη μυητική διαδικασία οπαδών του ορφικού Διονύσου.
Οι επιγραφές χρονολογούνται από το τέλος του 5ου έως τον 2ο αιώνα π.Χ.,
αλλά αναντίρρητα απηχούν ιδέες που διαμορφώθηκαν παλιότερα. Μια
επιγραφή από το Ιππώνιον της Κάτω Ιταλίας δίνει οδηγίες για την
τοπογραφία του Άδη. Ο νεκρός μύστης, διψασμένος όπως όλες οι ψυχές,
πρέπει να αγνοήσει την πρώτη κρήνη που θα συναντήσει στον δρόμο του και
να προχωρήσει στην επόμενη. Εκεί θα βρει φύλακες που θα τον ρωτήσουν τι
γυρεύει στου Άδη τα σκοτάδια. Εκείνος πρέπει να αποκριθεί με το
τελετουργικό σύνθημα που οι αμύητοι αγνοούν και να προφέρει τα ακόλουθα
λόγια:
Γιος είμαι της Γης και του έναστρου Ουρανού,
μα από τη δίψα είμαι στεγνός και χάνομαι.
Δώστε μου γρήγορα να πιω
το κρύο νερό που ρέει από τη λίμνη της Μνήμης.
Αντίθετα με τους αμύητους που θα βιαστούν να
ξεδιψάσουν από την πηγή της Λήθης, ο μύστης θα πιει το νερό της
Μνημοσύνης και θα σωθεί μέσω του λυτρωτικού έργου που εκτελέστηκε για
χάρη του από τον υποχθόνιο βασιλιά Διόνυσο. Στη συνέχεια τον περιμένει
χαρά και αγαλλίαση μαζί με τους υπόλοιπους μυημένους βάκχους.
Το ομηρικό μοτίβο των διψασμένων και επιλησμόνων
ψυχών έχει εδώ μετασχηματιστεί σε δύναμη μνήμης και αναγέννησης για
τους μύστες του Διονύσου. Αν εξαιρέσουμε σπάνιες περιπτώσεις ηρώων του
ένδοξου παρελθόντος που είχαν μεταβεί στις Νήσους των Μακάρων ή στο
Ηλύσιον, παρόμοιες απόψεις ήταν εντελώς άγνωστες στα ομηρικά και τα
ησιόδεια έπη.
Ο Ορφέας εμφανίστηκε ως ανανεωτής της
θρησκευτικής παράδοσης. Αν ποτέ υπήρξε ιστορικό πρόσωπο με αυτό το
όνομα, έχει χαθεί μέσα στον θρύλο. Οι οπαδοί του, πάντως, διατείνονταν
ότι έζησε και έδρασε πολύ πριν από τον Όμηρο. Σύμφωνα με μια μαρτυρία, ο
Ορφέας ξεκίνησε αρχικά ως ακόλουθος του Διονύσου, αλλά στη συνέχεια
στράφηκε στον Απόλλωνα και έγινε αποκλειστικός λάτρης του φωτός, με
αποτέλεσμα οι δυνάμεις του σκότους να θιγούν και να βρει τραγικό θάνατο
από μαινάδας, τις μαινόμενες συντρόφισσες του Διονύσου. Το μύθευμα αυτό για τον διασπαραγμόν
του Ορφέα δηλώνει ότι η μυστηριακή εμπειρία της αναγέννησης ήταν αρχικά
προσανατολισμένη στον φυσικό κύκλο της γέννησης και του θανάτου και δεν
περιλάμβανε ατομική σωτηρία. Με τη συγχώνευση όμως διονυσιακών και
απολλώνιων στοιχείων αναπτύχθηκε επιπρόσθετα η ιδέα ότι αυτό που
συμβαίνει στο ανθρώπινο γένος συνολικά μέσω της αναπαραγωγής μπορεί να
συμβεί και στον άνθρωπο ατομικά: να αναγεννηθεί.
Στο μέσον του 6ου αιώνα το προϊστορικό ιερό της
Δήμητρας και της Κόρης (γνωστής και ως Περσεφόνης) στην Ελευσίνα γνώρισε
πρωτοφανή άνθηση. Πλήθη άρχισαν να συρρέουν από όλα τα μέρη της Ελλάδος
για να μυηθούν. Ταυτόχρονα, στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία η
διαδεδομένη λατρεία της Περσεφόνης συνδέθηκε με ύμνους και νέα έπη, των
οποίων η σύνθεση αποδόθηκε στον Ορφέα. Κατά το τελευταίο τέταρτο του
ίδιου αιώνα, η ιδέα της μετενσάρκωσης έκανε την πρώτη εμφάνισή της στην
Ελλάδα μεταξύ των Πυθαγορείων. Αυτές οι παράλληλες αλλαγές (ανανέωση των
μυστηρίων, ορφικά έπη, πίστη στη μετενσάρκωση) δίνουν το στίγμα μιας
νέας στάσης απέναντι στον θάνατο, που συνδέεται πιθανότατα με την
ανάδυση της αξίας του ατόμου. Για όσους είχαν μυηθεί ο θάνατος μπορούσε
να είναι πλέον κάτι αγαθό. Τουλάχιστον δεν ήταν τόσο φοβερός όσο τον
περιέγραφε ο Όμηρος και πίστευε μαζί του ο περισσότερος κόσμος των
αμύητων.
Σπύρος I. Ράγκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου