Ο Πρόκλος, στο «Εις τας Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα, βιβλίο Β’ (συνέχεια, 2.96-184), 184.1 – 185.23», μας λέγει ότι στον πλατωνικό «Γοργία» έχει προσδιοριστεί ότι αυτοί που υποβάλλονται σε δίκη είναι εκείνοι που ωφελούνται και από τους θεούς και από τους ανθρώπους, ενώ αυτοί που υποβάλλονται σε τιμωρία είναι οι ανίατοι. Πραγματικά, «ἄλλο μὲν τίσις, ἄλλο δὲ δίκη», όπως και τούτο επίσης έχει προσδιοριστεί στο έργο εκείνο. Στους «Νόμους, 728.c» εξάλλου κάνει σαφή διάκριση μεταξύ τιμωρίας και δίκης, όπου και καθιστά ολοφάνερο ότι η τιμωρία αποτελεί έναν τρόπο ίασης. Αυτόν άλλωστε που δεν γνώρισε την τιμωρία κρίνει ορθό ότι πρέπει να τον ονομάζουμε άθλιο με την σκέψη ότι δεν γιατρεύεται.
Με την σκέψη επίσης ότι αυτός που γνωρίζει την τιμωρία γιατρεύεται, έστω κι αν άμεσα εξοντώνεται, για να σωθούν κάποιοι άλλοι. Κι αν γιατρεύεται, δεν το παθαίνει αυτό από τον ίδιο τον εαυτό του, αφού ο ίδιος είναι ανίατος, αλλά από τις δυνάμεις του σύμπαντος. Και εφόσον δεν επιτρέπεται να καταστραφεί τελείως το αθάνατο, καταστρέφεται μεν από τον ίδιο τον εαυτό του, σώζεται όμως από τις επιρροές που έρχονται από το σύμπαν και φτάνουν σε αυτό. Με τη διασαφήνιση των παραπάνω, πρέπει να θεωρήσουμε ότι οι ευεργεσίες (ανταμοιβές) είναι ανάλογες προς τις τιμωρίες. Και θα πούμε καταρχάς ότι οι δίκαιοι απολαύουν τις συνουσίες (συναναστροφές) των πλουτώνειων δαιμόνων οι οποίοι γοητεύουν τις ψυχές, τελειοποιούν τις έννοιες τους (τις νοητικές τους συλλήψεις τους) και προκαλούν την πρόνοια των καταχθόνιων θεών, «που παρουσιάζουν τις φασματικές εμφανίσεις τις πλήρεις γαλήνης και αποκαθαίρουν μέσω του θεϊκού φωτός τα περιβλήματα τους, που προκαλούν την ανάμνηση της αΐδιας ζωής και των τέλειων αποκαταστάσεων, με αποτέλεσμα να μπορούν να ακούσουν τις θεϊκότερες φωνές και εντέλει να αποκαταστήσουν επαφή και μετοχή με τον Πλούτωνα και τη ζωογόνο θεά που με αυτόν συμβασιλεύει και (από)πληρούνται εξ αυτών με τα νοητικά αγαθά». Αυτά είναι που οι πανάγιες τελετές των Ελευσίνιων μυστηρίων υπόσχονται για στους μύστες, την απόλαυση των δώρων της Κόρης, μόλις λυθούν εκ των σωμάτων τους. Τι ότι κατά τον Πλάτων κάπως έτσι είναι οι ευεργεσίες (ανταμοιβές) των εκεί ψυχών, το δείχνουν τα λεγόμενα στον «Κρατύλο, 404.a» σχετικά με τον Πλούτωνα, ότι δηλαδή «δια μέσω της αρετής κρατάει κοντά του τις ψυχές και τις γοητεύει πληρώντας τες με σοφία, και αυτοί είναι οι δεσμοί του Πλούτωνα, λόγω των οποίων ούτε οι Σειρήνες δεν εννοούν να απομακρυνθούν από εκεί, αν και Σειρήνες, μαγεμένες καθώς είναι από τα δώρα του Πλούτωνα»
Ενώ στο έργο του«Εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος Εκλογαί χρήσιμοι, 182» σχολιάζοντας τα λόγια του Σωκράτη που στον Πλατωνικό «Κρατύλο, 406.c-3-6» μας λέγει ότι :
«Διόνυσος μπορεί να ονομάζεται, εκείνος, ο οποίος δίδει τον οίνον και που «Διδοίνυσος» στα αστεία ονομάζεται, ο οίνος δε ονομάζεται έτσι, γιατί κάνει πολλούς από αυτούς που πίνουν, να νομίζουν ότι έχουν νουν, ενώ δεν έχουν και για αυτό «οιόνους» σωστότερα έπρεπε να ονομάζεται ο Διόνυσος »,
ο Πρόκλος μας λέγει ότι τον κύριό μας τον Διόνυσο οι θεολόγοι πολλές φορές τον αποκαλούν «Οίνο» με βάση τα τελευταία του δώρα, όπως επί παραδείγματι ο Ορφέας στο απ. Νο. 202 λέγει : “Τη ρίζα του Οίνου από μονή που ήταν την έκαναν τριπλή” ή στο απ. Νο. 203 που λέγει ότι : “Του Οίνου όλα τα μέλη λάβε τα με προσοχή και φέρε τα μου” ή ακόμη στο απ. Νο.204 που λέγει “Ήταν οργισμένη με τον Οίνο, τον γιο του Δία”. Αν πάλι ο ίδιος ο θεός ονομάζεται έτσι, είναι φανερό ότι και οι πρώτες και οι ενδιάμεσες ενέργειές του θα μπορούσαν να πάρουν την ίδια ονομασία με την τελευταία, ώστε ο Σωκράτης του Πλατωνικού «Κρατύλου» αποβλέποντας σε τούτο ακριβώς το στοιχείο ονομάζει τον θεό «Διδοίνυσον», ξεκινώντας από τον οίνο, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, μπορεί να δηλώσει όλες τις δυνάμεις του θεού. Όπως και στον Πλατωνικό «Φαίδρο» ο Σωκράτης ονομάζει τον μεγάλο Έρωτα με κοινή ονομασία τόσο για τον θεϊκό όσο και για τον σωματικό. Ο Πρόκλος λοιπόν λέγει ότι όταν ακούμε κοινή για τον οίνου πρέπει να σχηματίζουμε την εντύπωση για τον μερικό Νου. Πραγματικά, το «οιόνους» δεν είναι άλλο παρά το διαιρεμένο από το όλον και δεκτικό πλέον συμμετοχής νοητικό είδος, που γίνεται «οίον» [=μόνο] και μονάχο. Ο μεν πλήρης Νους δηλαδή είναι τα πάντα και ενεργεί ως προς τα πάντα με τον ίδιο τρόπο. Ο μερικός όμως και δεκτικός συμμετοχής είναι τα πάντα, αλλά ενεργεί ως προς το ένα είδος, εκείνο που προβάλλεται σε αυτόν από όλα, το Ηλιακό, το Σεληνιακό ή το Ερμαϊκό. Τούτο λοιπόν το ιδιαίτερο και διαχωρισμένο από τα υπόλοιπα δηλώνει ο οίνος που σημαίνει τον «οίον» και «τινά» Νουν. Επειδή λοιπόν ολόκληρη η μεριστή δημιουργία είναι εξαρτημένη από την μονάδα του Διονύσου, διαιρώντας από τον καθολικό νου τους επιδεκτικούς συμμετοχής εγκόσμιους νόες, και το πλήθος των ψυχών από την μία ψυχή, και όλες τις αισθητές μορφές από τις δικές τους ολότητες, για αυτό και τον ίδιο τον θεό οι θεολόγοι τον προσονόμασαν «Οίνο», και ομοίως όλα τα δημιουργήματα του. Διότι όλα είναι γεννήματα του Νου και μετέχουν στην μεριστή διανομή του Νου άλλα από πιο μακριά και άλλα από πιο κοντά. Ανάλογα ενεργεί και ο οίνος όταν εισέλθει στα όντα. Στο σώμα, αφενός, κατά τον τρόπο του ειδώλου [ειδωλικώς], με εικασίες και φαντασία [φανταστικές εικόνες], και στα νοητικά, αφετέρου, κατά τον τρόπο που ενεργεί και δημιουργεί ο νους. Άλλωστε και στον διαμελισμό από τους Τιτάνες μόνο η καρδιά λέγεται ότι έμεινε αδιαίρετη, δηλαδή η αμέριστη ουσία του νου. Δηλαδή ορισμένοι που ερμηνεύουν το όνομα του Πλούτωνα με βάση τον πλούτο που δίνει η γη από τους καρπούς και τα μέταλλα, και το όνομα Άδης με βάση το «αϊδές» [=αόρατο], το σκοτεινό και το φοβερό είναι κάτι λανθασμένο. Καθώς τον Πλούτωνα πρέπει να τον εκλάβουμε, αφενός ως Νου στον πλούτο της φρόνησης, και τον Άδη, αφετέρου, στον Νου τον «ειδότα» [=που γνωρίζει] τα πάντα. Πράγματι, σύμφωνα με την Ελληνική παράδοση «ο Θεός τούτος είναι Σοφιστής», και με την κάθαρση που κάνει μετά θάνατον στις ψυχές τις ελευθερώνει από τον κόσμο της γένεσης. Διότι το «αϊδές», καθώς εξηγούν λανθασμένα κάποιοι, δεν είναι κακό. Ούτε άλλωστε και ο θάνατος είναι κακό, μολονότι μερικοί θεωρούν υπό το κράτος πάθους πως είναι αϊδές. Είναι αϊδές και υπέρτερο του εμφανούς, όπως σύμπασα η περιοχή του νοητού. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο Πρόκλος, η ανοδική πορεία της ψυχής είναι διττή : Η μία στην ανάβαση της προς το όντως ΟΝ και τον αποκαθαρμό της από τα συγγενικά προς τον κόσμο της γένεσης στοιχεία, την οποία της παρέχουν μετά θάνατον οι δεσμοί του Πλούτωνα. Η άλλη στην ολοκληρωμένη πια ανάβαση της μέσα από την κάθαρση του Άδη και στην κυκλική της κίνηση σύμφωνα με την ζωή και τους νοητικούς τρόπους εκεί, την οποία ολοκληρώνουν οι δεσμοί του Κρόνου μέσω της σύνδεσης προς τον Δία. Δηλαδή σαν η ψυχή να τοποθέτησε ένα αποτύπωμα στην περιοχή του νοητού, διεξέρχεται στον κόσμο εκείνο την έκταση των νοητών και θεάται τα μακάρια εκείνα θεάματα, όπως διδάσκει ο Σωκράτης του «Φαίδρου», και τούτη η τελική ανάβαση είναι σπουδαιότερη και τελειότερη από την προηγούμενη. «Τις ψυχές», μάλιστα «που φοβούνται» για το σώμα όχι μόνο οι δεσμοί του Άδη δεν μπορούν να τις συγκρατήσουν και να τις ανεβάσουν προς την περιοχή της κυριαρχίας του Δία, αλλά ούτε και του Κρόνου οι δεσμοί που, ως πατρικοί, είναι προφανώς και ισχυρότεροι.
Ο Πρόκλος, όμως, στο «Εις τας Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα, βιβλίο Β’ (συνέχεια, 2.96-184), 136.19 – 144.13», εξηγώντας περί των καθόδων/ανόδων των ψυχών, περί των δικαστηρίων, των κλήρων/λήξεων, των οδών/περασμάτων τους, του λειμώνα και γενικά υπομνηματίζοντας το δέκατο βιβλίο της Πλατωνική «Πολιτείας», συνδυαστικά με τα λεγόμενα του Σωκράτη στον «Φαίδρο», «Φαίδωνα» και «Γοργίας», μας λέγει ότι «αἱ μὲν μακάρων νῆσοι Πλουτώνειοι λήξεις εἰσίν» (κλήροι), οι δε «οὐράνιαι τῆς τοῦ πρώτου τῶν τριῶν Διὸς ἀρχῆς κατὰ τὴν εἰς τρία τῶν Κρονιδῶν τομὴν τοῦ κόσμου» (οι ουράνιες λήξεις (κλήροι) συνδέονται με την αρχή του πρώτου Διός, του πρώτου ανάμεσα στους τρείς, σύμφωνα με την τριμερή διαίρεση και διανομή του Κόσμου στους υιούς του Κρόνου). Όπως και ότι το ένα εκ των τριών περασμάτων «Πλούτωνός ἐστι τρίοδος ἢ εἰς τὰς μακάρων νήσους ἢ εἰς τὸ δεσμωτήριον τῆς τίσεως ἢ εἰς τοὺς καθαρτικοὺς τόπους», το άλλο «εἰς Διὸς μοναδικὴ πρὸς οὐρανὸν ἄγουσα» (οδηγεί στον Δία και στον ουρανό), ενώ το άλλο «εἰς Ποσειδῶνος †σώζει τὰ τῶν χθονίων δικαστῶν» (έχει να κάνει με τον Ποσειδώνα και διασφαλίζει τα σχετικά με τους χθόνιους δικαστές).
Ως εκ τούτων καταλαβαίνουμε ότι τα νοητικά αγαθά που οι πανάγιες τελετές των Ελευσίνιων μυστηρίων υπόσχονται για στους μύστες μόλις λυθούν εκ των σωμάτων τους, την μετοχή δηλ. στα δώρα του Πλούτωνα και της Κόρης Περσεφόνης, σχετίζονται με τα νησιά των Μακάρων και μόνον με αυτά!
Άλλωστε :
ἀλλά σ᾽ ἐς Ἠλύσιον πεδίον] = ἐκ τοῦ λύω. λύονται γὰρ τῶν βιωτικῶν δεσμῶν οἱ ἀπελθόντες ἐκεῖ. καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ η Ἠλύσιον. τὸ τῶν ἡρώων ἐνδιαίτημα ἦν κεκλημένον ἀπὸ Ἠλυσίου τοῦ Ἐλευθερίου, εὐσεβεστάτου γενομένου. ἢ παρὰ τὸ ἄλυτα ἐν αὐτῷ μένειν τὰ σώματα. ὁ δὲ τόπος ἐν ταῖς καλουμέναις Μακάρων νήσοις, ἔξω τῆς καθ᾽ ἡμᾶς οἰκουμένης. τὸ Ἠλύσιον πεδίον οἱ νεώτεροι Μακάρων εἰρήκασι νήσους.(Βλ.Scholia in Odysseam 4.563. 1 – 16).
<Ἠλύσιον πεδίον> = ἐν ᾧ οἱ παρ᾽ Ἕλλησι δίκαιοι αὐλίζονται, μετὰ θάνατον ἐκεῖσε ἐλευσόμενοι· οἱ δὲ κολάσεων ἄξιοι ἐν τῷ Κωκυτῷ καὶ τῷ Πυριφλεγέθοντι ἀπελεύσονται. ποταμοὶ δὲ οὗτοι, ὁ μὲν Κωκυτὸς ψυχρότατος, ὁ δὲ Πυριφλεγέθων θερμότατος. <῎Ηλυσις> =ἔλευσις, ἄφιξις, ἔφοδος, πορεία. (Βλ. Λεξικό Σουίδα [T.L.G.]).
Βέβαια το ότι το ένα εκ των τριών περασμάτων «Πλούτωνός ἐστι τρίοδος» και οδηγεί «ἢ εἰς τὰς μακάρων νήσους ἢ εἰς τὸ δεσμωτήριον τῆς τίσεως ἢ εἰς τοὺς καθαρτικοὺς τόπους» θα πρέπει να το εννοήσουμε υπό το πνεύμα των όσων ο ίδιος ο Σωκράτης λέγει στον πλατωνικό «Φαίδωνα, 107.d.2 – 114.c.8» όπου και λέγονται περί της γεωγραφίας του Άδου και των λήξεων των ψυχών (τιμωρίες & καθαρμοί) τα εξής :
«Η ψυχή έρχεται στον Άδη χωρίς να έχει μαζί της τίποτα άλλο πέρα από την παιδεία και την (ανα)τροφή της. Αυτά δηλαδή που τα μέγιστα, όπως λέγεται, ωφελούν η βλάπτουν αυτόν που τελεύτησε ήδη από το ξεκίνημα της πορείας τους προς τα εκεί. Και καταπώς λέγεται, μόλις τελευτήσει (πεθάνει) ο κάθε άνθρωπος, ο δαίμων του καθενός, αυτό ακριβώς που του είχε λάχει όσο ζούσε, αναλαμβάνει να τον μεταφέρει σε ένα τόπο, όπου πρέπει να συγκεντρωθούν όλοι για να περάσουν από δίκη κι έπειτα να πορευτούν προς τον Άδη με οδηγό εκείνον που έχει ταχθεί να τους περάσει από δω προς τα εκεί. Αφού λοιπόν τους δοθεί η τύχη που τους πρέπει και παραμείνουν όσο χρόνο χρειάζεται, ένας άλλος πάλι οδηγός τους φέρνει προς τα εδώ, μετά από πολλές και μακρές περιόδους χρόνου. Συνεπώς η πορεία δεν είναι όπως λέει ο Τήλεφος τους Αισχύλου. Εκείνος λέει ότι απλή είναι η ατραπός που φέρνει στον Άδη, εμένα όμως δεν μου φαίνεται πως είναι ούτε απλή ούτε μία, γιατί τότε δεν θα χρειαζόταν οδηγούς, εφόσον δεν θα μπορούσε κανείς να ξεστρατίσει, αν η οδός ήταν μια. Στην πραγματικότητα λοιπόν φαίνεται πως έχει και σταυροδρόμια (=σχίσεις) και τρίστρατα πολλά. Και μιλώ με βάση τις ενδείξεις από τις ιερές τελετές και τα νόμιμα. Η κόσμια και φρόνιμος ψυχή, λοιπόν, ακολουθεί υπάκουα και δεν αγνοεί τι της συμβαίνει. Εκείνη όμως που είναι παθιασμένη με το σώμα, όπως ακριβώς εξέθεσα προηγουμένως, βρίσκεται για πολύ χρόνο σε έξαψη σχετικά με το σώμα και τον ορατό τόπο, και μετά από πολλή αντίσταση και πολλές δοκιμασίες, με καταναγκασμό και με δυσκολία, προχωρεί, οδηγούμενη από τον δαίμονα που την έχει αναλάβει. Όταν φτάνει εκεί όπου είναι ήδη οι άλλες, την ακάθαρτη ψυχή που έχει κάνει κάτι κακό, που έχει αγγίζει αίμα άδικα ή έχει διαπράξει ανάλογα εγκλήματα, τα οποία να είναι αδέλφια των άλλων και έργα αδελφών ψυχών, ο καθένας την αποφεύγει και απομακρύνεται από αυτήν και δεν θέλει να γίνει ούτε συνταξιδιώτης ούτε οδηγός της, κι αυτή περιπλανιέται και δεν ξέρει που να πάει, μέχρις ότου συμπληρωθούν κάποιοι χρόνοι, που, όταν έρθουν, από την ανάγκη οδηγείται στην διαμονή που της πρέπει. Εκείνη αντίθετα που πέρασε τη ζωή μέχρι τέλους καθαρή και μετρημένη και έτυχε να έχει συνταξιδιώτες και οδηγούς τους θεούς, κατοικεί αμέσως η κάθε μια στον τόπο που της ταιριάζει. Και είναι πολλοί και θαυμαστοί οι τόπο της γης, κι οι ίδια η γη δεν είναι όπως ούτε όπως τη νομίζουν εκείνοι που συνήθως μιλούν για αυτήν, όπως εγώ πιστεύω από όσα μου έχει πει κάποιος.
Και ο Σιμμίας : τι εννοείς, είπε, με αυτά. Σωκράτη ;; Σχετικά με τη γη και εγώ ο ίδιος έχω ακούσει πολλά, όχι όμως αυτά που εσύ πιστεύεις. Ευχαρίστως λοιπόν θα σε άκουγα.
Ωστόσο, Σιμμία, ούτε καν την τέχνη του Γλαύκου, μου φαίνεται, δεν μου αρκεί για να στα διηγηθώ. Στην πραγματικότητα μου φαίνεται ακόμη πιο δύσκολα κι από την τέχνη Γλαύκου και συνάμα εγώ ο ίδιος βέβαια δεν θα ήμουν ίσως ικανός να τα καταλάβω, αλλά, ακόμα κι αν τα ήξερα, η δική μου ζωή, θαρρώ, Σιμμία, δεν αρκεί για την έκταση του ζητήματος. Την ιδέα όμως τη γης, ποια είμαι πεπεισμένος ότι είναι, και τους τόπους της τίποτα δεν με εμποδίζει να σα τα πω.
Και αυτά ωστόσο αρκούν, είπε ο Σιμμίας.
Εγώ λοιπόν έχει πειστεί, είπε εκείνος, πρώτα από όλα ότι, αν υπάρχει στο μέσον του ουρανού και είναι στρογγυλή, δεν έχει καμίαν ανάγκη ούτε από τον αέρα ούτε από οτιδήποτε για να μην πέσει, αλλά ότι ικανή να την κρατά είναι η ομοιότητα του ίδιου του ουρανού με τον εαυτό του προς όλες τις κατευθύνσεις και η ισορροπία της ίδια της γης. Γιατί ένα πράγμα που ισορροπεί κι έχει τοποθετηθεί στον μέσον ενός άλλου όμοιου, δεν θα έχει, κατά το μέλλον ή ητόν, προς τα πού να κλίνει, και, αν διατηρεί πάστα στην ίδια κατάσταση, θα μένει ακίνητο. Πρώτα από όλα λοιπόν, συνέχισε αυτός, αυτά πιστεύω.
Και έχεις δίκαιο βέβαια, είπε, ο Σιμμίας.
Επιπλέον, είπε, έχω πειστεί ότι είναι κάτι πελώριο και ότι εμείς, από τον ποταμό Φάση μέχρι τις Ηράκλειες στήλες, δεν κατοικούμε παρά ένα μικρό κομμάτι της, και ζούμε γύρω από την θάλασσα, σαν μυρμήγκια ή βάτραχοι γύρω από ένα τέλμα, ενώ σε άλλα σημεία κατοικούν πολλοί άλλοι σε πολλούς άλλους παρόμοιους τόπους. Κι ότι παντού γύρω από τη γη υπάρχουν κοιλότητες πολλές και παντός είδους στη μορφή και στα μεγέθη, στις οποίες έχουν συρρεύσει το ύδωρ, η ομίχλη κι ο αέρας. Η γη, καθ’ αυτή και καθαρή, βρίσκεται στο καθαρό μέρος του ουρανού, εκεί όπου υπάρχουν τα άστρα, αυτό που οι πολλοί, οι οποίοι συνηθίζουν να μιλούν για αυτά τα θέματα, ονομάζουν αιθέρα. Αυτού η υποστάθμη (καταστάλαγμα) είναι όλα τούτα που συρρέουν συνεχώς στα κοιλώματα της γης. Εμείς λοιπόν αγνοούμε εντελώς ότι διαμένουμε στα κοιλώματα της γης και φανταζόμαστε ότι κατοικούμε στην επιφάνεια της γης, όπως αν κάποιος, που μένει στη μέση της απόστασης από τον πυθμένα του πελάγους, φαντάζεται ότι κατοικεί στην επιφάνεια της θάλασσας και, βλέποντας τον ήλιος και τα άλλα άστρα μέσα από το νερό, πιστεύει ότι ο ουρανός είναι η θάλασσα. Εξαιτίας όμως της νωθρότητας και της αδυναμίας του δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει στην κορυφή της θάλασσας ούτε θα είχε κοιτάξει, αναδυόμενος από το νερό και σηκώνοντας το κεφάλι, προς τον εδώ τόπο για να δει πόσο πιο καθαρός και πόσο καλός είναι πράγματι από τον δικό του, ούτε θα τα είχε ακούσει από άλλον που τα έχει δει. Κατά παρόμοιο τρόπο λοιπόν έχουμε πάθει και εμείς : κατοικώντας σε κάποιο κοίλωμα της γης, νομίζουμε ότι κατοικούμε πάνω – πάνω, κι αποκαλούμε τον αέρα ουρανό, λες και είναι όντως ο ουρανός όπου βαδίζουν τα άστρα. Αντίθετα μας συμβαίνει το ίδιο ακριβώς : από την αδυναμία και την νωθρότητα μας δεν είμαστε ικανοί να διασχίσουμε τον αέρα απ’ άκρου εις άκρο. Γιατί, αν έφτανε κανείς στην κορυφή του αέρα ή αν έβγαζε φτερά και πετούσε προς τα επάνω, θα μπορούσε να αντικρίσει, σηκώνοντας το κεφάλι 0 όπως εδώ κάτω τα ψάρια που βγάζουν το κεφάλι από τη θάλασσα και βλέπουν τα πράγματα του Κόσμου μας – έτσι λοιπόν θα μπορούσε κάποιος να αντικρίσει τον εκεί Κόσμο, κι αν η φύση μας ήταν ικανή να αντέξει το θέαμα, θα γνωρίζαμε ότι εκείνος είναι στα αλήθεια ο ουρανός, το αληθινό φώς και η γη που είναι στα αλήθεια γη. Γιατί τούτη εδώ η γη, οι πέτρες και κάθε τόπος είναι καταστραμμένα και τελείως διαβρωμένα, όπως οι τόποι της θάλασσας από την αρμύρα, και δεν φυτρώνει τίποτε το αξιόλογο στη θάλασσα, ούτε υπάρχει, που λέει ο λόγος, τίποτε τέλειο, παρά σπήλαια, άμμος και πηλός αμέτρητος και βόρβοροι, όπου τυχόν υπάρχει γη, και δεν είναι καν άξια να συγκριθούν με τις ομορφιές του δικού μας. Αν λοιπόν χρειάζεται να πω ένα ωραίο μύθο, αξίζει να ακούσετε, Σιμμία, τι λογής είναι τα επί της γης και υπό τον ουρανό όντα.
Και μάλιστα, Σωκράτη, είπε ο Σιμμίας, με μεγάλη ευχαρίστηση θα ακούγαμε αυτόν τον μύθο.
Λέγεται λοιπόν, σύντροφε μου, είπε, πρώτα από όλα ότι η γη, αν έβλεπε κανείς από ψηλά το θέαμα, είναι παρδαλή, σαν τις σφαίρες που είναι φτιαγμένες από 12 κομμάτια δέρμα, και τα κομμάτια ξεχωρίζουν με χρώματα, των οποίων τα εδώ χρώματα, που χρησιμοποιούν οι ζωγράφοι, είναι, σαν να λέμε, δείγματα. Εκεί λοιπόν όλη η γη είναι φτιαγμένη από τέτοια χρώματα, που είναι μάλιστα πολύ πιο λαμπερά και καθαρά από τα εδώ. Κάποιο μέρος της είναι πορφυρό, εκπληκτικό ωραίο, άλλο είναι χρυσωπό, άλλο ολόλευκο, λευκότερο από τον γύψο ή το χιόνι, και μάλιστα είναι ακόμη περισσότερο και ωραιότερα από όσα έχουμε δει εμείς. Γιατί ακόμα και τα βαθιά της κοιλώματα, που είναι γεμάτα ύδωρ και αέρα, παίρνουν ένα είδος χρωματισμού λαμπυρίζοντας μέσα στην ποικιλία των άλλων χρωμάτων, έτσι που η γη παρουσιάζει μια εικόνα ομοιόχρωμη και πλουμιστή. Σε αυτή λοιπόν τη γη, που είναι φτιαγμένη έτσι όπως είναι, ότι φύεται, φύεται κατ’ αναλογία, δέντρα, άνθη και καρποί. Για τα βουνά πάλι το ίδιο και οι λίθοι είναι κατά την ίδια αναλογία ωραιότεροι ως προς τη λειότητα, τη διαφάνεια και τα χρώματα. Αυτών των λίθων τα εδώ πετράδια, τα πολύτιμα, είναι μόρια, το σάρδιο, ο ίασπις, τα σμαράγδια και όλα τα παρόμοια. Εκεί δεν υπάρχει τίποτε που να μην έτσι κι ακόμα ωραιότερο. Εκείνοι οι λίθοι, βλέπεις, είναι καθαροί και δεν έχουν κατά-φαγωθεί ούτε καταστραφεί, όπως οι δικοί μας, από την σήψη και την αρμύρα, από τα υγρά που συρρέουν προς τα εδώ και φέρνουν στους λίθους, στο χώμα, αλλά και στα ζώα και τα φυτά, την ασχήμια και τις αρρώστιες. Αυτή λοιπό η γη είναι στολισμένη με όλα τούτα τα στολίδια και με χρυσό, ασήμι και όλα τα παρόμοια. Από μόνα τους και από την φύση τους αποκαλύπτονται τα στολίδια αυτά, πολλά καθώς είναι, μεγάλα, σπαρμένα σε όλα τα μέρη της γης. Το να δεις αυτή τη γη είναι θέαμα για ευδαίμονες θεατές. Ακόμη, πάνω της υπάρχουν ζώα διαφορετικά και πολλά κι άνθρωποι, που άλλοι κατοικούν στα μεσόγεια, άλλοι πάλι σε νησιά που τα περιβάλει ο αέρας και βρίσκονται κοντά στην ξηρά. Με μία λέξη, ότι είναι για εμάς το ύδωρ και η θάλασσα ως προς τις ανάγκες μας, έτσι είναι εκεί ο αέρας, κι ότι είναι για εμάς ο αέρας, είναι για εκείνους ο αιθέρας. Στις διάφορες εποχές, πάλι, το κλίμα είναι τόσο εύκρατο που δεν γνωρίζουν την αρρώστια και ζουν πολύ περισσότερο χρόνο από τους εδώ, αλλά και ως προς την όραση, την ακοή, τη φρόνηση και όλα τα παρόμοια, απέχουν από εμάς τόσο όσο απέχει ο αιθέρας από τον αέρα ως προς την καθαρότητα. Έχουν ακόμα για τους θεούς άλση και ιερά, όπου ένοικοι είναι πράγματι οι θεοί, και φήμες (ιερούς λόγους) και μαντείες και αισθήσεις των θεών (τρόπους με τους οποίους γίνονται αισθητοί) κι έτσι έρχονται σε συναναστροφή με τους θεούς πρόσωπο με πρόσωπο. Αλλά και ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα φαίνονται σε αυτούς έτσι όπως πράγματι είναι, και η υπόλοιπη ευδαιμονία τους είναι συνακόλουθη αυτών.
Ολόκληρη λοιπόν η γη και ότι περιβάλλει έτσι είναι από τη φύση της φτιαγμένη. Όσο για τις περιοχές στο εσωτερικό της, αυτές είναι συνέχεια των κοιλωμάτων της και υπάρχουν πολλές περιμετρικά σε όλη τη γη. Άλλες είναι βαθύτερες και πιο ανοιχτές από αυτήν που κατοικούμε. Άλλες πάλι είναι πιο βαθιές, αλλά το χάσμα τους είναι μικρότερο από το χάσμα του δικού μας τόπου. Υπάρχουν ωστόσο μερικές που είναι μικρότερες στο βάθος και πιο πλατιές από τον δικό μας τόπο. Όλες αυτές οι περιοχές κάτω από την γη συγκοινωνούν μεταξύ τους σε πολλά σημεία, με διεξόδους άλλοτε στενότερους και άλλοτε φαρδύτερους, και βγάζουν κάπου. Στα σημεία που το ύδωρ ρέει άφθονο από την μία στην άλλη, όπως σε κρατήρες, υπάρχουν αστείρευτα ρεύματα ποταμών, τεραστίου μεγέθους, κάτω από τη γη, με θερμά αλλά και ψυχρά ύδατα. Εκεί που υπάρχει άφθονο πυρ, μεγάλοι πύρινοι ποταμοί, και άλλοι από υγρού πηλού, άλλοτε πιο καθαροί, άλλοτε βορβορωδέστεροι, όπως στην Σικελία οι ποταμοί πηλού που κυλούν πριν από την λάβα και η ίδια η λάβα. Αυτοί οι ποταμοί πλημμυρίζουν κάθε φορά τους τόπους, ανάλογα με ητ φορά που τυχαίνει να έχει το ρεύμα. Όλες αυτές οι κινήσεις προς τα επάνω και προς τα κάτω γίνονται λες και υπάρχει μέσα στην γη μια αιώρηση, κι αυτή η αιώρηση οφείλεται στο εξής : ανάμεσα στα χάσματα της γης υπάρχει κυρίως ένα που είναι όντως μέγιστο, διαμπερές και διασχίζει ολόκληρη την γη, αυτό ακριβώς για το οποίο μίλησε ο Όμηρος λέγοντας : «Πολύ μακριά, στο σημείο όπου κάτω από τη γη υπάρχει το πιο βαθύ βάραθρο». Αυτό δηλαδή που και ο ίδιος σε άλλα σημεία και πολλοί από τους ποιητές έχουν αποκαλέσει Τάρταρο. Σε αυτό λοιπόν το χάσμα συρρέουν όλοι οι ποταμοί κι από αυτό πάλι εκρέουν, παίρνοντας ο καθένας τους τα χαρακτηριστικά τους εδάφους που διασχίζει. Η αιτία που όλα τα ρεύματα πηγάζουν και εκβάλουν εδώ είναι ότι σε τούτο το σημείο το υγρό δεν συναντά πυθμένα ούτε βάση. Αιωρείται λοιπόν και κυματίζει, οπότε άλλοτε ανεβαίνει κι άλλοτε κατεβαίνει, το ίδιο και ο αέρας και το πνεύμα γύρω από αυτό, διότι το ακολουθούν όταν ξεχυθεί προς την μία πλευρά, αλλά κι όταν ξεχυθεί προς την άλλη, όπως δηλ. όταν αναπνέουμε : στην εισπνοή και την εκπνοή δημιουργείται πάντα ένα ρεύμα πνεύματος. Έτσι λοιπόν κι εκεί το πνεύμα συν- αιωρείται δημιουργώντας ανέμους τρομερούς και ακαταμάχητους τόσο όταν μπαίνει όσο και όταν βγαίνει. Όταν όμως το ύδωρ τραβηχτεί και κατασταλάξει στους τόπους που καλούνται κατώτεροι, τότε χύνεται μέσα από την γη στις κοίτες του και τις γεμίζει, όπως γίνεται με τα αρδευτικά κανάλια. Όταν πάλι αποτραβηχτεί και ξεχυθεί προς τα εδώ, γεμίζουν ξανά τα εδώ μέρη, και, αφού αυτά γεμίσουν, ρέει μέσα στις κοίτες, μέσα από την γη και, φτάνοντας κάθε φορά στους τόπους που το οδηγεί η πορεία του, δημιουργεί θάλασσες, λίμνες, ποταμούς και πηγές. Από εδώ πάλι βυθίζεται μέσα στη γη, διατρέχοντας άλλοτε μεγαλύτερες και περισσότερες εκτάσεις, άλλοτε μικρότερες και λιγότερες, και χύνεται πάλι στον Τάρταρο, άλλοτε σε πολύ χαμηλότερα μέρη από εκείνα που ήταν να αρδεύσει, άλλοτε σε λίγο χαμηλότερα, πάντοτε όμως καταλήγει κάτω από το σημείο από το οποίο ξεκίνησε, μερικές φορές στην αντικρινή πλευρά από όπου ξεκίνησε, ενώ μερικές φορές στην ίδια πλευρά. Υπάρχουν όμως μερικά ρεύματα που διαγράφουν ολόκληρο κύκλο, αφού τυλιχτούν σπειροειδώς μια ή περισσότερες φορές γύρω από τη γη, όπως οι όφεις, και κατεβαίνουν όσο το δυνατόν πιο χαμηλά μέχρι να ξαναβρούν το σημείο εκβολής τους. Είτε προς την μια όμως είτε προς την άλλη κατεύθυνση δεν μπορούν να κατέβουν παρά μόνο μέχρι το κέντρο και όχι παραπέρα, γιατί το μέρος που βρίσκεται από τη μία και την άλλη μεριά του κέντρου είναι ανηφορικό και για τα δύο ρεύματα.
Υπάρχουν λοιπόν σίγουρα πολλά, μεγάλα και κάθε λογής ρεύματα. Ανάμεσα σε αυτά τα πολλά όμως τυχαίνει να υπάρχουν τέσσερα ρεύματα, από τα οποία το μεγαλύτερο, αυτό που ρέει στον έξω κύκλο, είναι ο αποκαλούμενος Ωκεανός. Ακριβώς απέναντι από αυτόν περνάει από διαφόρους άλλους έρημους τόπους, κυρίως όμως υπό τη γη και καταλήγει στην λίμνη Αχερουσιάδα (Αχερουσία). Εκεί φτάνουν οι ψυχές των περισσότερων τελευτηκότων (νεκρών) και, αφού μείνουν κάποιο χρονικό διάστημα, που το έχει ορίσει η ειμαρμένη, και που είναι για άλλες μακρύτερο και για άλλες βραχύτερο, στέλνονται πάλι από εκεί προς την γένεση. Ένα τρίτος ποταμός πηγάζει ανάμεσα τους. Έπειτα, όχι πολύ μακριά από την πηγή του, χύνεται σε τόπο μέγα, που καίγεται από μέγα πυρ, και δημιουργεί λίμνη από ύδωρ και πηλό που κοχλάζει κι είναι μεγαλύτερη από τη θάλασσά μας. Φεύγοντας από εκεί συνεχίζει κυκλικά την πορεία του, θολός και πηλώδεις, τυλίγεται σπειροειδώς περί τη γη και φτάνει, από άλλη κατεύθυνση, στις άκρες της Αχερουσιάδας λίμνης, χωρίς ωστόσο να αναμειγνύεται με τα ύδατα της. Έπειτα, αφού τυλιχτεί πολλές φορές υπό την γη εκβάλει σε κάποιο σημείο που βρίσκεται πιο κάτω από τον Τάρταρο. Αυτός είναι ο ποταμός που τον αποκαλούμε Πυριφλεγέθοντα. Από τα ρυάκια του εκσφενδονίζονται κομμάτια του σε όποιο μέρος της γης βρίσκουν διέξοδο. Απέναντι πάλι από αυτόν, τέταρτος ποταμός χύνεται πρώτα σε τόπο δεινό (φοβερό) και άγριο, καθώς λέγεται, που έχει παντού το χρώμα του κυανό. Είναι ο τόπος που αποκαλούν Στύγιο και τη λίμνη που δημιουργεί ο ποταμός εκβάλλοντας εκεί, Στύγα. Αφού χυθεί λοιπόν εδώ και πάρει δεινές (τρομερές) δυνάμεις, εισδύει στη γη και, ακολουθώντας σπειροειδή πορεία, ρέει αντίθετα με τον Πυριγλεγέθοντα και φθάνει στην Αχερουσιάδα λίμνη από την αντίθετη μεριά. Ούτε και αυτού το ύδωρ αναμειγνύεται με άλλο, κι ο ίδιος, αφού διαγράψει κύκλο, χύνεται στον Τάρταρο, απέναντι από τον Πυριφλεγέθοντα. Το όνομά του, κατά πως λένε οι ποιητές, είναι Κωκυτός.
Τέτοια είναι η φύση αυτών των ποταμών. Όταν λοιπόν φτάνουν οι τελευτηκότες (πεθαμένοι) στον τόπο που φέρνει ο δαίμονας τον καθένα, πρώτα από όλα περνούν από δίκη, τόσο εκείνοι που έζησαν καλώς και οσίως όσο και οι άλλοι. Όσοι κριθούν ότι έχουν ζήσει μετρημένοι, αφού πορευτούν επί (προς) τον Αχέροντα και επιβιβαστούν στα οχήματα που τους περιμένουν, φτάνουν πάνω σε αυτά στην λίμνη. Εκεί κατοικούν, εξαγνίζονται και, πληρώνοντας με τιμωρίες, απαλλάσσονται από τα αδικήματα, αν κάποιος έχει αδικήσει, ή ανταμείβονται με ευεργεσίες ανάλογα την αξία έκαστου. Όσων όμως η κατάσταση κριθεί ανίατη, εξαιτίας των μεγάλων τους αμαρτημάτων (λαθών), επειδή έχουν διαπράξει ιεροσυλίες σοβαρές και επανειλημμένες ή φόνους άδικους και παρανόμους ή όσα άλλα παρόμοια αδικήματα τυχαίνει να υπάρχουν, αυτούς η μοίρα που τους ταιριάζει τους ρίχνει στον Τάρταρο, από όπου δεν βγαίνουν ποτέ πια. Όσοι όμως κριθούν ότι έχουν διαπράξει ιάσιμα βέβαια, πλην όμως μεγάλα αμαρτήματα, όπως για παράδειγμα αυτού που υπό το κράτος της οργής βιαιοπράγησαν εναντίον του πατέρα ή της μητέρα, αλλά έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους με μεταμέλεια, ή διέπραξαν ανθρωποκτονία σε παρόμοιες συνθήκες, αυτοί βέβαια είναι ανάγκη να πέσουν στα Τάρταρα. Αφού όμως πέσουν και μείνουν εκεί ένα ενιαυτό, τους εκβάλει το κύμα, τους μεν ανθρωποκτόνους προς τον Κωκυτό, ενώ τους πατραλοίες και μητραλοίες προς τον Πυριφλεγέθοντα. Όταν πια μεταφερθούν και φτάσουν στο ύψος της λίμνης Αχερουσιάδας, εδώ φωνάζουν δυνατά και καλούν, οι πρώτοι αυτούς που σκότωσαν, οι άλλοι εκείνους τους οποίους προσέβαλαν κι αδίκησαν. Αφού τους καλέσουν, τους ικετεύουν και παρακαλούν να τους αφήσουν να περάσουν στη λίμνη και τους υποδεχτούν. Αν βέβαια τους πείσουν, περνούν και τελειώνουν τα βάσανά τους. Αλλιώς μεταφέρονται πάλι στον Τάρταρο, από εκεί πάλι στους ποταμούς και δεν σταματούν να τραβούν αυτά τα πάθη προτού πείσουν εκείνους που αδίκησα. Διότι αυτή είναι ποινή που τους επιβλήθηκε από τους δικαστές. Όσοι τέλος κριθούν ότι έχουν οσίως ζήσει, αυτοί ελευθερώνονται από τούτους τους εν τη γη τόπους, τα δεσμωτήρια, ξεφεύγουν και φτάνουν ψηλά στο καθαρό τόπο οίκησης και κατοικούν στην κατοικούν επί γης. Από τούτους πάλι όσοι καθάρθηκαν όσο έπρεπε με την Φιλοσοφία ζουν τελείως χωρίς σώματα τον υπόλοιπό χρόνο και φτάνουν σε τόπους κατοικίας (οικήσεις) ακόμη καλλίτερους από των άλλων, τόπους που ούτε είναι εύκολο να περιγραφούν ούτε υπάρχει χρόνος τώρα. Αποβλέποντας λοιπόν σε αυτά που δια μακρών αναφέραμε, Σιμμία, πρέπει να κάνουμε το παν ώστε σε τούτη την ζωή να μετέχουμε στην αρετή και τη φρόνηση, γιατί ωραίο είναι το έπαθλο κι η ελπίδα μεγάλη.»
Συγγραφέας κειμένου : Κεφάλας Ευστάθιος [1/7/2010, ΕΛΛΑΣ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου